του Βαγγέλη Πισσία Βαγγέλη, Δρ. Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών
Η μεγάλη κρίση διέλυσε το όνειρο μετατρέποντάς το σε χίμαιρα. Απέδειξε πως το αντιπαραγωγικό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης –και όχι ανάπτυξης– των τελευταίων δεκαετιών δεν έφερε την ευτυχία, αντίθετα ξεθεμελίωσε την όποια προϋπάρχουσα οικονομική βάση και κοινωνική δομή, εδραιώνοντας ταυτόχρονα νέα ήθη και πρότυπα, αεριτζίδικες δραστηριότητες και επίπλαστες συμπεριφορές. Η «πραγματική οικονομία» ηττήθηκε από έναν ιδιότυπο εγχώριο καζινο-καπιταλισμό και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Συνάμα, η εκσυγχρονιστική επαγγελία αποτελεί το ιδεολογικό περίβλημα μιας νέας κοινωνικής διαστρωμάτωσης και της συνακόλουθης με αυτήν υποκριτικής και ανήθικης νοοτροπίας.
Οικονομική κρίση και εξωτερική πολιτική
Το κυβερνητικό πολιτικό προσωπικό αντιλαμβάνεται την οικονομική κρίση και την κρίση στις διεθνείς σχέσεις με τον ίδιο τρόπο.
Την πρώτη περίπτωση της οικονομικής κρίσης, την διαχειρίζεται πρωταρχικά ως κρίση «ροών», δηλαδή κρίση χρέους, κρίση δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και όχι ως κρίση δομική του εγχώριου συστήματος παραγωγής [υπανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων – αποτελμάτωση του κυρίαρχου μοντέλου κοινωνικών/παραγωγικών σχέσεων– απαξίωση των εργασιακών σχέσεων]. Δεν την αντιλαμβάνεται ως κρίση οργανικής ένταξης της χώρας –με όρους πραγματικής οικονομίας– στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά με όρους οικονομίας «ευκαιριών».
Την δεύτερη της κρίσης των διεθνών σχέσεων, την διαχειρίζεται στην εξαιρετικά ρευστή επιφάνεια που διαμορφώνουν εφήμεροι-συγκυριακοί τοπικοί και περιφερειακοί ανταγωνισμοί, εγκλωβίζεται σε τυφλές κινήσεις απλοϊκής ανακλαστικής ταχτικής, χωρίς σχέδιο, χωρίς καν ατζέντα. Πορεύεται, σύμφωνα με φρούδες υποσχέσεις και υποδείξεις ξένων παραγόντων, ανιστόρητα, καιροσκοπικά και πρόσφατα –εις επίρρωση της κενότητας της στρατηγικής της– μυθοπλαστικά, ρίχνοντας ζαριές.
Εσωτερικό μέτωπο, γεωπολιτικές σταθερές και μεταβλητές
Διαχείριση κρίσεως και στα δύο πεδία, της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων, δεν νομιμοποιείται χωρίς υποστηρικτική κοινωνική βάση και χωρίς δικαιακές-πολιτικές αρχές, που από κοινού διαμορφώνουν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό μέτωπο. Για τον λόγο αυτό δεν νοείται αντιμετώπιση της παρούσας γενικής κρίσης χωρίς διεθνείς υποστηριχτές και χωρίς συνεργασίες. Όμως, άλλο η αναζήτηση υποστήριξης ή συνεργασιών κι άλλο η αναζήτηση προστατών ή μεσαζόντων.
Στη πρώτη περίπτωση της κρίσεως της οικονομίας, προέχει η κοινωνικό-οικονομική δομή, το γεωπολιτικό πλαίσιο, καθώς και τα εργαλεία-μοχλοί της διαπραγμάτευσης. Διακρίνονται τα σταθερά –μεσομακροπρόθεσμα– συμφέροντα από τα βραχυπρόθεσμα και η προσέγγιση είναι ολιστική. Η στρατηγική χαράσσεται με επίγνωση των τάσεων που προβάλλονται στον γεωοικονομικό χάρτη, όπου οι αναδυόμενες χώρες, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Δ.Ν.Τ., θα αυξήσουν έως το 2050 την συμμετοχή τους στο παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν από 27% σε 49%, οι Η.Π.Α. θα υποχωρήσουν απ’ το 22% στο 11% και η γηραιά ήπειρος, η Ευρώπη, απ’ το 19% στο 7%… . Με ότι οι αριθμοί αυτοί συνεπάγονται.
Στη δεύτερη περίπτωση της κρίσεως των διεθνών σχέσεων, προέχουν οι διεθνείς λέσχες, το λόμπινγκ, οι δημόσιες σχέσεις –με ζεϊμπεκιές ή κουμπαριές αδιάφορο–, η καλή διαγωγή και η προπαγάνδα. Δεν υπάρχουν σταθεροί φίλοι, χώρες και λαοί, υπάρχουν μόνο εφήμερες συμμαχίες, η προσέγγιση των προβλημάτων είναι απλοϊκά αιτιοκρατική: «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Στη περίπτωση αυτή, την υποτίθεται τεχνοκρατική – ορθολογική, δεν υπάρχει αναλυτική σκέψη, υπάρχει –επιεικώς– ρηχός εμπειρισμός και «ολίγη» από θεωρία παιγνίων. Φυσική της συνεπαγωγή, η υπηρετική συμπεριφορά έναντι της αμφιβόλου συνοχής και μηδενικής αλληλεγγύης Δυτικής Συμμαχίας, η αφειδώλευτη παροχή σε αυτήν «διευκολύνσεων» σε κάθε διεθνή στρατιωτική ή παραστρατιωτική εμπλοκή, η σχέση εντελλόμενου προς εντολέα έναντι των τροϊκανών. Συνάμα, η προοπτική αλλαγής της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και η περιθωριοποίηση της Ελλάδας στο νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι την σπρώχνει [οι καλοθελητές σπεύδουν…] σε εγκλωβισμό στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ και στην σταδιακή μετατροπή της σε ισραηλινή ενδοχώρα.
Από την άλλη μεριά, αποστάσεις, μεγαλύτερες από ποτέ, από την Ρωσία, την Κίνα, τις περισσότερες από τις υπόλοιπες αναδυόμενες χώρες, πολιτική αποδυνάμωση στα Βαλκάνια, εκθεμελίωση παραδοσιακών σχέσεων ιστορικού βάθους με τους αραβικούς λαούς, υιοθέτηση ισλαμοφοβικών συνδρόμων.
Ιστορική παράδοση και τακτικισμός
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι αφοριστικές, ούτε καν «ιδεολογικές».
Πώς αλλιώς, όμως, να εξηγηθεί η προϊούσα καταστροφή των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, σχέσεων που δημιούργησε ο εκεί ελληνισμός, με εξαιρετικό παράδειγμα το παροικιακό φαινόμενο της Αιγύπτου, όπου σε δύσκολες για την φιλόξενη αυτή χώρα καιρούς (πολεμική επέμβαση Άγγλο-Γάλλο-Ισραηλινών του 1956) εκατοντάδες Έλληνες-Αιγυπτιώτες κατατάχτηκαν στον αιγυπτιακό στρατό για να υπερασπιστούν το έδαφός της. Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες πιλότοι του καναλιού του Σουέζ ήταν οι μόνοι από τους ξένους πιλότους που τίμησαν την επιλογή και το θάρρος αυτής της χώρας να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της.
Πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν την εκθεμελίωση αυτών των σχέσεων αυτοί που τώρα υλοποιούν την απόφαση μετατροπής της Ελλάδας –και της Κύπρου– σε ισραηλινό προτεκτοράτο; Έχουν άραγε εικόνα του αιγυπτιακού, του αραβο-ισλαμικού πολύ κοντινού μέλλοντος; Γνωρίζουν τον πολύπλοκο, αντιφατικό, πράγματι ιδιότροπα πολιτισμένο αυτόν κόσμο; Μπορούν να διακρίνουν στους κόλπους του ισχυρά ρεύματα, έως και απελευθερωτικά-εκσυγχρονιστικά [ουσιαστικά και όχι επίπλαστα], που αναδύθηκαν παρακάμπτοντας έστω [γιατί όχι άλλωστε] την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα μέσα από δικές τους γηγενείς διαδρομές; Γνωρίζουν την σημασία της αυριανής Αιγύπτου ή την δυναμική του παρόντος –και προπαντός του αυριανού– αραβο-ισλαμικού όλου (παρά τις εσωτερικές του τριβές και αντιθέσεις) στον ευρύτερο περιφερειακό συσχετισμό, όπου περιλαμβάνονται η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ, η Τουρκία και οι Βαλκανικές χώρες; Γνωρίζουν, τέλος, ότι η αραβο-ισλαμική αντίθεση προς το Ισραήλ, που απορρέει από την μόνιμα επιθετική και υβριστική πολιτική του, αποτελεί δομικό στοιχείο του Μέσο-ανατολικού γεωπολιτικού συστήματος;
Κι αν δεν ενδιαφέρονται για το ήθος στις διεθνείς σχέσεις, κι αν εξαιρούν, από τους όποιους υπολογισμούς τους, τους δεσμούς ανάμεσα σε ιστορικά αδελφωμένους λαούς, κι αν ασκούν διεθνή πολιτική με μοναδικό γνώμονα τον συσχετισμό ισχύος, άραγε, το σημερινό Ισραήλ, το πριν λίγα χρόνια [2006] οικτρά ταπεινωμένο στον μικρό Λίβανο, το κατατάσσουν στις χώρες της περιφέρειας που αυξάνουν την ισχύ τους ή στις χώρες που με την φιλοπόλεμη και αποσταθεροποιητική πολιτική τους σταθερά την απομειώνουν; Πιστεύουν πράγματι ότι αυτό το Ισραήλ θα διακινδυνεύσει την περιφερειακή υπόστασή του για το «χατίρι» της Ελλάδας, αν κάποιο θερμό ελληνοτουρκικό επεισόδιο επισυμβεί; Πιστεύουν τέλος ότι, έστω μετά την θητεία των απαξιωμένων Νετανιάχου-Λίμπερμαν, δεν θα υπάρξει πλαίσιο επαναπροσέγγισης Ισραήλ – Τουρκίας;
Ας τα παραμερίσουμε όμως προς στιγμήν όλα αυτά κι ας εξετάσουμε τα πραγματικά δεδομένα της νέας πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που προσφέρεται στον ελληνικό λαό με νέο υλικό-οικονομικό και φαντασιακό περίβλημα, υποσχόμενη ένα νέο όνειρο, μια νέα επαγγελία κι ένα νέο «προστάτη».
Υδρογονάνθρακες, εκτιμήσεις ή ψευδαισθήσεις ;
Πριν μιλήσει κανείς για την αξιοποίηση ενός φυσικού πόρου, για τα οφέλη που θα προκύψουν από αυτήν, για την πιθανότητα αυτή τη χώρα να την σώσει εν τέλει όχι ο λαός της αλλά ένας από μηχανής θεός, εύκολα και ξαφνικά, μεταμορφώνοντας την, ίσως, σε νέο Κατάρ, σκόπιμο είναι να αναζητήσει τις πληροφορίες εκείνες που μπορούν να τεκμηριώσουν, κάπως έστω, τις προβλέψεις για τα «καλά νέα»…
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μαίρυλαντ των ΗΠΑ κ. Θ. Καρυώτης αναφέρθηκε πρόσφατα στις «τεράστιες ποσότητες που θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να βοηθήσουν την Ελλάδα όχι μόνο να ξεπεράσει τη βαθειά της οικονομική κρίση αλλά και να πάρει τέτοια ανάσα που θα την τοποθετούσε στην ομάδα των G20». Τα ίδια περίπου δηλώνει στα φιλόξενα ως προς το συγκεκριμένο θέμα ΜΜΕ, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης κ. Φώσκολος.
Αντίλογος σπάνια ακούγεται και, μέχρι στιγμής, καμία έγκριτη επιστημονική ομάδα, κανένα επιστημονικό σώμα, από τον χώρο της γεωλογίας, ελληνικό ή διεθνές, στηριζόμενο σε αξιόπιστα ερευνητικά δεδομένα, δεν επιβεβαιώνει κάτι περισσότερο από τις ήδη γνωστές εκτιμήσεις για τα κοιτάσματα, Ν. και Ν.Α. της Κρήτης.
Πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη ότι οι έρευνες για τον εντοπισμό, την αποτίμηση και τον σχεδιασμό αξιοποίησης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων αποτελούν μια σοβαρή επιστημονική-τεχνικοοικονομική δραστηριότητα που έχει τα υποχρεωτικά στάδιά της. Η δραστηριότητα αυτή δεν υποκαθίσταται με προφητείες ή με επιχειρήματα όπως «αφού δείχνουν ενδιαφέρον κράτη και εταιρείες κάτι θα υπάρχει». Κράτη και εταιρείες έχουν πολλούς περισσότερο από έναν λόγους να «δείχνουν ενδιαφέρον»…
Όμως, ανεξάρτητα από την όποια πιθανότητα μελλοντικής αξιοποίησης κοιτασμάτων εντός της ελληνικής ΑΟΖ (όταν οριοθετηθεί), στα εντόπια κυρίως ΜΜΕ διατυμπανίζονται τα πελώρια οφέλη της Ελλάδας που θα προκύψουν από την αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που ανακοίνωσαν το Ισραήλ και πιο πρόσφατα η Κύπρος. Ο «τυμπανισμός» αυτός εντείνεται και προσλαμβάνει άλλη διάσταση τον τελευταίο καιρό με την αστήριχτη (σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας αλλά και την απλή γεωγραφία), έκδηλα προσχηματική και άλλο-σκοπούσα, απειλητική παρέμβαση της Τουρκίας.
Τι είπε ο κ. Ντάβιντσον, τι λένε οι έγκυρα καταγεγραμμένοι αριθμοί;
Noble’s Charles Davidson
“Σε σχέση με τα ισραηλινά κοιτάσματα και τον εξαγγελλόμενο αγωγό που θα τροφοδοτήσει με φυσικό αέριο εκτός από την Ελλάδα και αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες ας δοθεί ο λόγος στην ίδια την αμερικάνικη εταιρεία Noble Energy. Inc. Η εταιρεία αυτή, επικεφαλής κονσόρτσιουμ όπου μετέχει και η ισραηλινή Delek Energy, πραγματοποιεί τα τελευταία 13 χρόνια τις έρευνες στην λεκάνη της Λεβαντίνης.
«Εμείς λέμε δυνατότητα, οι Ισραηλινοί ακούνε ανακάλυψη» (We say potential, Israelis hear discovery) δηλώνει στις 13 Ιούλη 2010 στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, σχετικά με τα κοιτάσματα της υπολεκάνης Λεβιάθαν, ο Τσαρλς Ντάβιντσον, πρόεδρος της Noble. Η τεχνικό-οικονομικά ακριβής αυτή δήλωση γίνεται αμέσως μετά την παρουσίαση των πρώτων αποτελεσμάτων ερευνών που εκτιμούν το κοίτασμα Λεβιάθαν σε 16 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (500 δισ. κυβικά μέτρα). Στην ίδια δήλωση ο Τ. Ντάβιντσον παρατηρεί: «Οι επενδυτές πρέπει να είναι προσεχτικοί και να ξεχωρίζουν μια επενδυτική ιδέα από ένα επενδυτικό πρόγραμμα».
Ωστόσο, δύο μόλις μήνες αργότερα, τον Αύγουστο 2010, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπ. Νετανιάχου, επισκεπτόμενος την Ελλάδα, κάνει πολιτικές δηλώσεις και αναφέρει στον τότε Έλληνα πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου την πρότασή του για την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού που θα μεταφέρει το φυσικό αέριο προς την Ελλάδα κι από εδώ και πέρα στην Ευρώπη…
Την είδηση αναπαρήγαγαν θριαμβευτικά τα περισσότερα εγχώρια ΜΜΕ ενόσω τα ξένα είναι αρκετά προσεχτικά και «παίζουν» λίγο με το θέμα. Η αρθρογραφία αυτή δεν ήταν –ούτε την ενδιέφερε να είναι– επιστημονική αλλά επιστημονίζουσα-πολιτική και άρθρο έγκριτης εφημερίδας, που δεν αποκρύβει τον πραγματικό γεωπολιτικό του σκοπό, αναφέρει: «ο εντοπισμός κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην Ανατολική Μεσόγειο έχει φέρει πιο κοντά την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, κάτι που σύμφωνα με διπλωματικές πηγές θα μπορούσε στο μέλλον να δημιουργήσει έναν νέο άξονα στην περιοχή… η πρόσφατη ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση, μετατρέπει την Ελλάδα σε κρίσιμο κρίκο στη διαδρομή του φυσικού αερίου (προς Ευρώπη)».
Δύο μήνες αργότερα (29/12/2010) νέα ανακοίνωση της Noble Energy απλά ενισχύει την γεωλογική πιθανότητα αξιοποίησης του κοιτάσματος Λεβιάθαν από 35% σε 50%. Όμως η εκτίμηση για την μέση ποσότητα του φυσικού αερίου παραμένει στα 16 τρισ.κ.π. (με διακύμανση +/- 40%).”
Εγκώμιο γεωπολιτικής ανατροπής: η απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο…
Στη συνέχεια τα δημοσιεύματα πυκνώνουν, οι προσδοκίες αυξάνουν και ο πολιτικός τόνος κυριαρχεί. Στο ίδιο έντυπο γράφεται ότι πρόκειται για «θησαυρό» σε άλλο για «φλέβα χρυσού» και τονίζεται η «γεωστρατηγική διάσταση των ανακαλύψεων». Στην ορχήστρα μετέχουν τώρα και πολιτικοί επιστήμονες που φαίνεται πως υιοθετούν τις πιο πάνω απόψεις για την γεωλογική δυνατότητα του κοιτάσματος και τις συνδέουν με την στρατηγική ανάγκη της Ευρώπης να υποκαταστήσει βαθμιαία την Ρωσία εξασφαλίζοντας και έναν δεύτερο μεγάλο προμηθευτή φυσικού αερίου. Στο διαδίκτυο η «θέση» αυτή προωθείται μεθοδικά. Από την άλλη όχθη, αυτήν του Ισραήλ, ο ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών Ντ. Αγιαλόν δηλώνει ότι «οι νέες ανακαλύψεις στην θαλάσσια περιοχή του Ισραήλ μπορούν να προσδώσουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας στη Ευρώπη», ενώ στα δημοσιεύματα τώρα μετέχουν και θεολόγοι του Εβραϊσμού που επικαλούνται την Βίβλο και ρήσεις του προφήτη Ezekiel…
Η διαφορά μεταξύ επιστημονικής εκτίμησης και … πολιτικής εκτίμησης ενός κοιτάσματος φυσικού αερίου
Με αυτό τον τρόπο «ενημερώνεται», ένα χρόνο τώρα, ο Έλληνας πολίτης, και μπορεί βέβαια να εντυπωσιάζεται με τα μεγέθη –σε τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια [τ.κ.π.]– του Λεβιάθαν, που ανεβάζουν το συνολικό απόθεμα φυσικού αερίου του Ισραήλ σε περίπου 25 τ.κ.π. (βεβαιωμένο 9 τ.κ.π. και εκτιμώμενο 16 τ.κ.π.)
Τι αντιπροσωπεύει όμως αυτό το απόθεμα σε πραγματικά μεγέθη, συγκρινόμενο με το παγκόσμιο απόθεμα και με τα αποθέματα άλλων χωρών και, ειδικότερα, με το συνολικό απόθεμα της λεκάνης της Λεβαντίνης, όπου περιλαμβάνονται τα ισραηλινά κοιτάσματα;
Αφού επισημανθεί η επιστημονική διάκριση βεβαιωμένων και εκτιμώμενων πόρων φυσικού αερίου μπορεί να γραφτεί σε απλά μαθηματικά, πως τα 25 τ.κ.π. αποτελούν:
- μόλις το 20% των εκτιμώμενων (120 τ.κ.π.) στην ολική λεκάνη της Λεβαντίνης (Αμερικανική Γεωλογική Επιθεώρηση, USGS), όπου εκτείνονται εκτός από την οριοθετημένη ως προς το Ισραήλ ΑΟΖ της Κύπρου και οι μη οριοθετημένες της Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης [Γάζα].
- μόλις το 11% των εκτιμώμενων (223 τρισ. κ.π.) της γειτονικής τους Αιγύπτου, η οποία διαθέτει (και ήδη αξιοποιεί) 56 τ.κ.π. βεβαιωμένα (εξαπλάσια από τα βεβαιωμένα 9 τ.κ.π. του Ισραήλ)
- μόλις το 1,5% των βεβαιωμένων της πρώτης στην παγκόσμια κατάταξη Ρωσίας.
- μόλις το 0,15% [βεβαιωμένα] ή 0,40% [εκτιμώμενα] των παγκόσμιων βεβαιωμένων.
Άλλες συγκρίσεις κοιτασμάτων που έχουν ενδιαφέρον, σε σχέση με την υποτιθέμενη απεξάρτηση της ευρωπαϊκής αγοράς από Ρωσία, Κ. Ασία και Μ. Ανατολή, λόγω της ανακάλυψης των προαναφερόμενων ισραηλινών κοιτασμάτων, είναι αυτές που αφορούν τα άγνωστα στο ευρύ κοινό κοιτάσματα σε φυσικό αέριο κάποιων ευρωπαϊκών χωρών που ουδέποτε χαρακτηρίστηκαν πλούσιες σε υδρογονάνθρακες. Όπως π.χ. της Ολλανδίας, που τα εκτιμώμενα αποθέματά της είναι τετραπλάσια των ισραηλινών, της Ουγγαρίας που είναι περίπου διπλάσια…
Όσο για την μεταφορά του ισραηλινού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, μέσω Ελλάδας κατ’ αρχάς, ο αγωγός, αν και όταν σχεδιαστεί, θα είναι μεγαλύτερος σε μήκος από έναν αντίστοιχο αγωγό που θα μετέφερε φυσικό αέριο από τα πράγματι πιο πλούσια κοιτάσματα της Αιγύπτου προς την Ευρώπη χωρίς να παραβλέπονται βέβαια η Αλγερία και η Λιβύη, που ήδη τροφοδοτούν την Ευρώπη, και διαθέτουν πολλαπλάσια ως προς το Ισραήλ βεβαιωμένα κοιτάσματα. Παράλληλα το Ισραήλ προτείνει «γενναιόδωρα» στην Κύπρο την δημιουργία μονάδων υγροποίησης στο έδαφός της. Η «προσφορά» αυτή –για τους γνωρίζοντες την επικινδυνότητα αυτών των εγκαταστάσεων, ιδιαίτερα σε περίπτωση δολιοφθοράς– συνδέεται με την ασφάλεια του Ισραήλ σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής του στην περιοχή. Άραγε όμως, το κυπριακό έδαφος είναι πολύ περισσότερο ασφαλές και βρίσκεται σε απυρόβλητη ζώνη;
Μέτριες έστω γνώσεις «οικονομικών της ενέργειας», συνδυαζόμενες με τα πιο πάνω διαθέσιμα στοιχεία καθώς και αυτά που αφορούν στις ενεργειακές καταναλώσεις, ειδικότερα του Ισραήλ (πηγή: Ισραηλινό Υπουργείο Εθνικών Υποδομών), οδηγούν στην εκτίμηση ότι το Ισραήλ θα διαχειριστεί τα κοιτάσματα αυτά ως στρατηγικό απόθεμα καλύπτοντας τις ανάγκες του για περίπου 50 χρόνια. Στην περίπτωση αυτή είναι πολύ αμφίβολο αν το Ισραήλ θα κάνει εξαγωγές˙ ίσως να αυξήσει μόνο το ποσοστό υποκατάστασης των εισαγωγών του (σήμερα εισάγει το 40% από την Αίγυπτο, αλλά οι καιροί άλλαξαν…).
Για τα κοιτάσματα της Κύπρου δεν υπάρχει λόγος να γραφτεί κάτι περισσότερο από το γεγονός ότι, οι λόγω σκοπιμότητας αυξομειούμενες εκτιμήσεις [από 3 έως 11 τ.κ.π.] της ίδιας εταιρείας, της Noble Energy, το ανεβάζουν μέχρι το 1/2 του Λεβιάθαν. Για τα ελληνικά κοιτάσματα, ερευνητικά ποσοτικά δεδομένα δεν υπάρχουν. Προηγείται συνεπώς η έναρξη προγράμματος ερευνών καθώς και η οριοθέτηση της ΑΟΖ με Ιταλία, Αλβανία στο Ιόνιο, με Λιβύη, Αίγυπτο νότια της Κρήτης, με την Κύπρο και, βέβαια, με την Τουρκία ανατολικά της Κρήτης, νότια του Καστελόριζου και στο Αιγαίο.
Ως προς το Αιγαίο, όπου κάποια δεδομένα υπάρχουν [εποχή του Πρίνου], η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, πέρα από την αρνητική σχέση κόστους- οφέλους [ανυπολόγιστα εξωτερικά κόστη], συναρτάται με καθοριστικής σημασίας περιβαλλοντικούς και ιστορικο-πολιτισμικούς παράγοντες που την καθιστούν απαγορευτική. Στο Αιγαίο, τόπο του Ελληνισμού ανεκτίμητο και διαχρονικό για τους παραπάνω λόγους, είναι ίσως η ώρα, τώρα που ανοίγουν οι κάθε λογής ορέξεις [ξένων κρατών, πολυεθνικών και εγχώριων μεσαζόντων], να συνδεθεί η οριοθέτηση των ΑΟΖ με τον καθορισμό-περιορισμό των χρήσεών του. Αυτό σημαίνει να χαρακτηριστεί το Αιγαίο, με κύρωση διεθνούς συνθήκης, τόπος μοναδικού φυσικού κάλλους, να του αποδοθεί η προαναφερόμενη κληρονομιά του ως στοιχείο κυρίαρχο της ταυτότητάς του, να θεραπευτεί από τους «αναπτυξιακούς» βιασμούς των τελευταίων δεκαετιών και να προστατευτεί από τα προαναγγελλόμενα κερδοσκοπικά επενδυτικά σχέδια. Με όποιο ένδυμα και αν εμφανίζονται αυτά.
Με τις σημερινές ενδείξεις, τόσο για το Νησί όσο και για την Ελλάδα, τα όποια αποθέματα, εάν, όταν, όπου και εφόσον.., θα μπορούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, να αποτελέσουν έναν ικανό ενεργειακό πόρο ενδογενούς ανάπτυξης. Όχι όμως και την μεγάλη χίμαιρα, όπως κάποιοι πονηροί εν υπηρεσία παπαγάλοι θέλησαν να τα εμφανίσουν.
Το γεωπολιτικό υπόβαθρο της νέας χίμαιρας
Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής 2 συμπεράσματα: Πρώτο, ότι τα πραγματικά μεγέθη δεν αιτιολογούν την καλλιεργούμενη αισιοδοξία και τους επικοινωνιακούς διθυράμβους. Δεύτερο, ότι οι έρευνες για τα ισραηλινά κοιτάσματα διανύουν τα πρώτα τους στάδια, ενώ για τα κυπριακά βρίσκονται σε πρώϊμο στάδιο και για τα ελληνικά σε εμβρυακό.
Τότε γιατί ο θόρυβος, ο μέγας.., γι’ αυτά τα κοιτάσματα;
Πέρα από την μωρία και την ανικανότητα του εγχώριου πολιτικού συστήματος να σταθεί αντιμέτωπο με τα δομικά στοιχεία της βαθειάς οικονομικο-κοινωνικής κρίσης, πέρα από τον καιροσκοπισμό της αεριτζίδικης οικονομικής ολιγαρχίας να συνδέσει την τύχη της με επενδύσεις στα πεδία της παραγωγής, πέρα από τις εξαρτήσεις, τα επαγγελματικά οφέλη ή, έστω, τις φαντασιώσεις των επικοινωνιακών-δημοσιογραφικών θεραπαινίδων τους που παραπληροφορούν την κοινή γνώμη, πέρα από την σκοπιμότητα όλων αυτών να εκθρέψουν με φρούδες ελπίδες τους δοκιμαζόμενους ανθρώπους αυτής της χώρας, ποιος άλλος λόγος υπάρχει;…
Ο λόγος, ο ουσιαστικός, που προκαλεί αυτόν τον «θόρυβο» υποκρύπτει άλλους, ίσως πιο σοβαρούς σκοπούς. Σκοπούς που συνδέονται με τις γεωπολιτικές μεταλλαγές στον σημερινό κόσμο και, προπαντός, στο ενεργειακό του επίκεντρο, την Μέση Ανατολή. Σκοπούς που οι σημερινοί υποτιθέμενοι κυβερνήτες του τόπου εντάσσουν –τουλάχιστον αυτό προβάλλουν ως κύριο επιχείρημά τους– στο πλαίσιο της αντιπαλότητας Ελλάδας – Τουρκίας.
Όμως, ένα ζήτημα είναι η αναφορά σε μια κρίσιμη πραγματικότητα, άλλο ζήτημα ο τρόπος αντιμετώπισής της και ακόμη, ίσως το δυσκολότερο ζήτημα, το ποιοι είναι αυτοί που θα αναλάβουν να την αντιμετωπίσουν.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, είναι γεγονός πως στην περιφερειακή γεωπολιτική πολυπλοκότητα όπου είναι ενταγμένη η Ελλάδα, η αντιπαλότητα με την Τουρκία αποτέλεσε –και βέβαια αποτελεί– ένα ιστορικό, δομικό γεωπολιτικό δεδομένο, συνδεόμενο σήμερα σε μεγάλο βαθμό με το ζήτημα της κατοχής της Βόρειας Κύπρου και τις συστηματικές προκλήσεις στο Αιγαίο. Η αντιπαλότητα αυτή ωστόσο δεν ωφελεί κανένα λαό και σκοπός πρέπει να είναι να απομειωθεί και χαμηλώσει στο επίπεδο των έλλογα διαχειρίσιμων διαφορών.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, απαρέγκλιτος κανόνας, πέρα από την αναγκαία διάγνωση των γενικών συσχετισμών ισχύος και επιρροής, είναι η ύπαρξη, σε περίπτωση κρίσης, απόλυτου ηθικού – δικαιακού πλεονεκτήματος.
Ως προς το τρίτο ζήτημα, πρέπει να διατυπωθεί η μεγάλη απορία που αφορά στον όψιμο καινοφανή πατριωτισμό που εκπορεύεται από το παρακμασμένο ΠΑΣΟΚ, κόμμα που υποστήριξε το μειοδοτικό σχέδιο Ανάν, και την γηραλέα, ωστόσο επικίνδυνη εθνικοφροσύνη του εταιρικού του κόμματος, του ΛΑΟΣ. Άραγε, σε αυτή την σύμπραξη, ή έστω σε μια ευρύτερη μνημονιακή σύμπραξη, όπου θα συνταχθούν και κάποιοι μόνιμοι μαζί και κάποιοι μετακλητοί διαμορφωτές κοινής γνώμης, θα αναθέσει ο ελληνικός λαός την δημιουργία «εθνικού» μετώπου;
Αν στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων τα προλεγόμενα αποτελούν τα αυτονόητα της εξωτερικής πολιτικής στο επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στους λαούς της περιοχής, αποτελούν υποχρέωση όσων ενδιαφέρονται έμπρακτα για ένα ανθρώπινο μέλλον.
Από το σκηνικό της κρίσης στο παρασκήνιο και στις άρρητες σκοπιμότητες
Πριν αναλάβει η κυβέρνηση Παπανδρέου, η επερχόμενη οικονομική κατάρρευση ήταν ήδη γνωστή στους γνωρίζοντες… Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, πριν εκλεγεί πρωθυπουργός, συναντήθηκε στις ΗΠΑ, ύστερα από αμερικανική μεσολάβηση, με εκπροσώπους του ισραηλινού λόμπυ. Έλαβε υποσχέσεις… Θα βοηθήσουν είπαν εάν τους βοηθήσουμε και εμείς στην διαγραφόμενη τότε κρίση των σχέσεών τους με την Τουρκία, θα αλλάξουν την στρατηγική τους θεώρηση αν αλλάξουμε και εμείς την δική μας˙ στρατηγικός εταίρος θα πάψει να είναι η Τουρκία, την θέση της θα πάρει η Ελλάδα, αντάμα και η Κύπρος. Υποσχέθηκαν να επηρεάσουν θετικά τις οικονομικές αποφάσεις για τη χώρα μας, με τους τρόπους τους και τους ανθρώπους τους, αυτούς που διαφεντεύουν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.. Οι υποσχέσεις βέβαια δεν τηρήθηκαν, η υποτιθέμενη αποτελεσματική μεσολάβηση δεν έγινε, το Ισραηλινό λόμπυ που ενδιαφερόταν για τα συμφέροντά του και μόνο, δεν είχε κανένα λόγο να την κάνει. Στην πραγματικότητα το αντίθετο έπραξε, καθώς γνώριζε ότι μόνο οι αδύναμες χώρες υποκύπτουν εύκολα στην απόλυτη εξάρτηση, ότι συνεπώς μόνο μια αδύναμη Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει μια τόσο ριζική διπλωματική στροφή, να τους δώσει, κυριολεκτικά, γη και ύδωρ. Αυτό το κατανοούν όσοι πράγματι μελετούν την πολιτική του Ισραήλ, εντός και εκτός των συνόρων του.
Μακριά από τούτη την άποψη οι θεωρίες της συνομωσίας, όμως, ας μείνουν μακριά και από αυτήν την έρημη πολιτικά χώρα τόσο οι θεωρίες όσο και οι φερεφωνίες περί καλής και αγαθής προστασίας. Το Ισραήλ ακολουθεί συγκεκριμένη σχολή πολιτικής σκέψης και πράξης˙ αυτήν επέλεξε για την επιβίωσή του στην περιοχή˙ αυτοκαταστροφικό λάθος η επιλογή του αλλά αυτήν έκανε˙ η Ιστορία θα αποφασίσει.
Το Ισραήλ, από την ίδρυσή του το 1948 μέχρι σήμερα, υιοθετεί και επιτείνει όλες τις πολιτικές αποσταθεροποίησης, επίθεσης, υπονόμευσης και κατοχής που εφάρμοσαν οι παλιές και σημερινές, ισχυρές νεοαποικιακές ηγεμονίες. Ένας μόνον ισραηλινός πολιτικός, πρώην στρατιωτικός, «υπεράνω υποψίας» για φιλοπαλαιστινιακά ή φιλοαραβικά αισθήματα, ο οποίος κατανόησε την υπόθεση της μακράς επιβίωσης της χώρας του στη δύσκολη αυτή περιοχή της Μ. Ανατολής, θέλησε να την αλλάξει. Σχεδίαζε μια στοιχειωδώς συμβιωτική και παράλληλα συν-αναπτυξιακή με τους γύρω Άραβες πολιτική που, όπως πίστευε, θα επέτρεπε την εδραίωση ενός ισραηλινού εθνικού κέντρου. Ενός εθνικού κέντρου ισχυρού και πολύτροπα διασυνδεδεμένου χρηματοπιστωτικά εκτός συνόρων, παράλληλα, αναπτυγμένου οικονομικά, τεχνολογικά και διοικητικά, εντός συνόρων. Προϋπόθεση του σχεδίου του ο ιστορικός συμβιβασμός με τους Παλαιστίνιους και η επωφελής για το Ισραήλ συνεργασία με τμήματα της δυναμικής οικονομικά παλαιστινιακής διασποράς στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο. Ο πολιτικός αυτός, ο Ράμπιν, δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους Ισραηλινούς πριν 15 χρόνια, η στρατηγική του Ισραήλ, ως μοιραίος μονόδρομος, δεν άλλαξε.
Η Ελλάδα όφειλε να γνωρίζει αυτήν την στρατηγική. Όταν το πολιτικό προσωπικό μιας χώρας προχωρά σε συνεργασίες και συμφωνίες με το Ισραήλ, πρέπει να είναι τουλάχιστον διαβασμένο.
Στην παρούσα συγκυρία, το Ισραήλ βρίσκεται σε δύσκολη θέση, η πολιτική στην οποία εξώθησε και εξωθεί την Δυτική Συμμαχία, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, στον αραβο-ισλαμικό κόσμο, αποδεικνύεται κοντόθωρη και εν πολλοίς καταστροφική. Η αλλαγή που συντελείται σήμερα στον αραβικό κόσμο εξοστράκισε τα πιο ισχυρά, παλιά πολιτικά της ερείσματα, ενώ τα νέα αποδεικνύονται είτε εγγενώς αποκλίνοντα από την δυτική ηγεμονία (περίπτωση της Αιγύπτου), είτε αβέβαιης σταθερότητας (περίπτωση της ετερόκλητης και τυχάρπαστης ηγεσίας που εγκαταστάθηκε με την μέθοδο της κανονιοφόρου στην Λιβύη). Δεν έφτασαν όμως αυτά και με την περυσινή εγκληματική επίθεση του Ισραήλ στον «στόλο της Ελευθερίας», που έπλεε με ανθρωπιστική βοήθεια προς την Γάζα, προκάλεσε ρήγμα μέσα στην ίδια την Δυτική Συμμαχία, ανοίγοντας μέτωπο με την Τουρκία, ειδικότερα με την παρούσα κυβέρνηση Ερντογάν.
Σήμερα το Ισραήλ, όπως λέει η το ίδιο ένοχη για εγκλήματα κατά των Παλαιστινίων κ. Τζίπι Λίβνι, είναι «αποδυναμωμένο και απομονωμένο στη διεθνή σκηνή», γεγονός που «οσμίζεται», όπως η ίδια λέει, η περισσότερο πληγωμένη από το περυσινό μαζικό φονικό Τουρκία. Τα ίδια είπε πριν 2 μήνες και ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας Πανέτα, καλώντας την ισραηλινή ηγεσία να προσεγγίσει ξανά την Τουρκία και την Αίγυπτο. Έτσι η μακρόβια στρατηγική συμμαχία του Ισραήλ με το τουρκικό κράτος υφίσταται πλήγμα το οποίο η κυβέρνηση Ερντογάν αξιοποιεί, με επιδέξιο βερμπαλισμό και κατάλληλες κινήσεις, επιτυγχάνοντας την αύξηση της επιρροής της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο. Σε αυτή την συγκυρία το Ισραήλ σπρώχνει την Ελλάδα να βγάλει αυτή τα δικά του κάστανα από την φωτιά, την απομονώνει μεθοδικά στην περιοχή, την εξαναγκάζει σε αντιστροφή ρόλων ώστε να γίνει αυτή η «επαιτούσα» την στήριξή του.
Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αίγυπτο, τη Λιβύη και τη Τυνησία μετά την πτώση των εκεί καθεστώτων πήρε χαρακτήρα ιστορικής προσέγγισης που σκοπό έχει να υπερκεράσει παλιές δυσπιστίες των Αράβων. Όχι τυχαία βέβαια και η αναγόρευση του Παλαιστινιακού ζητήματος σε κύριο ζήτημα για την τουρκική εξωτερική πολιτική, έστω και μόνον σε επίπεδο λόγων.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα, προσδεόμενη όλο και πιο σφιχτά στο ισραηλινό άρμα, χάνει την ιστορική της επιρροή στην περιοχή, επιρροή που έχτισαν των Ελλήνων οι παροικιακές κοινότητες και προπαντός το παραδειγματικό διεθνιστικό κύτταρο του αιγυπτιώτη Ελληνισμού.
Με τέτοιο κυβερνητικό πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα –συνεπικουρούμενο στην στερέωση του αμερικανο-ισραηλινού άξονα (κυρίως και μέχρι νεωτέρας…) από την επαμφοτερίζουσα πολιτική ομάδα του κ. Καρατζαφέρη– όλα του «βγαίνουν» του κ. Ερντογάν…
Καταλήγοντας
Το «επιχείρημα» του φυσικού αερίου και η σωτηριολογία του είναι ένα μόνο μυθοπλαστικό εργαλείο της νέας εθελοδουλίας. Ένα δεύτερο μυθοπλαστικό εργαλείο, που κατέρρευσε μαζί με τα κομμάτια και θρύψαλα της μνημονιακής πολιτικής, είναι το ισραηλινό λόμπυ ως ο νέος μεσάζων-προστάτης μας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα.
Συμπέρασμα πρώτο: Οι υδρογονάνθρακες δεν είναι η λύση˙ ίσως, σε κάποιο βαθμό, υπό προϋποθέσεις και εάν δεν ξεπουληθούν όσο-όσο, αποτελέσουν έναν θετικό συντελεστή για την ανασυγκρότηση της παραγωγικής διαδικασίας, της μοναδικής πραγματικής λύσης.
Συμπέρασμα δεύτερο: Η ειρηνική αξιοποίηση των ελληνικών υδρογονανθράκων στο μέλλον προϋποθέτει οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ, όπως το θαλάσσιο δίκαιο ορίζει, νότια της Κρήτης με την Αίγυπτο και την Λιβύη, Ν. Ανατολικά με την Τουρκία κι όχι φυσικά με το Ισραήλ… Με βάση έναν ελληνικό στρατηγικό σχεδιασμό και μια ελληνική –κι όχι κάποιου άλλου– ατζέντα.
Συμπέρασμα τρίτο: Κάποιοι ανεβάζουν την ένταση στην περιοχή. Το φυσικό αέριο είναι γι’ αυτούς πρόσχημα με αλλότριο γεωπολιτικό διακύβευμα. Η Ελλάδα, στην πιο αδύναμη στιγμή της νεότερης ιστορίας της, εμπλέκεται στο εκρηκτικό γεωπολιτικό πλαίσιο της περιοχής με ισραηλινή ατζέντα… Ιστορικές παραδοσιακές σχέσεις με τους αραβικούς λαούς, ιδιαίτερα με την νέα Αίγυπτο, υπονομεύονται. Σπρώχνεται η χώρα σε μια αποπνικτική απομόνωση…
Το πολιτικό προσωπικό και οι παρατρεχάμενοι του, σε αέναη μεταλλαγή, εγκωμιάζουν το δικό τους «εθνικό συμφέρον».