Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Όταν Το Ευρωπαϊκό Κουστούμι ΔΕΝ Ταιριάζει

Όταν το ευρωπαϊκό κοστούμι δεν ταιριάζει της Κάισα Έκις Έκμαν
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στις 8 Αυγούστου 2011 στην σουηδική εφημερίδα Dagens Nyheter, ναυαρχίδας του σουηδικού τύπου, και περιγράφει την κατάσταση στην Ελλάδα αντικειμενικά, κόντρα στην κυρίαρχη προπαγάνδα των ευρωπαϊκών ΜΜΕ (και των σουηδικών ΜΜΕ δυστυχώς μεταξύ αυτών).
Η Ελλάδα βυθίζεται όλο και περισσότερο στην οικονομική κρίση. Η Κάισα Έκις Έκμαν επισκέφτηκε μια παρεξηγημένη χώρα με ένα διερρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο, όπου όλοι συμφωνούν μεταξύ τους.
Πώς θα νιώθαμε αν όλα όσα μας ανήκαν πουλιόνταν για να ξεπληρώσουμε δάνεια από τα οποία δεν είδαμε ποτέ όφελος; Αν οι μισθοί μας μειώνονταν στο μισό και τα λεφτά πήγαιναν κατευθείαν σε ξένες τράπεζες; Και αν εμείς, ενώ προετοιμαζόμασταν να ζήσουμε στο όριο διαβίωσης, ως επιστέγασμα όλων αποκαλούμασταν τεμπέληδες και κακομαθημένοι; Αν κάποιος εξοικειωθεί με αυτή την κατάσταση, μπορεί να αποκτήσει μια ιδέα πώς είναι να είσαι Έλληνας αυτή τη στιγμή.
Έχω μόλις επιστρέψει από την Ελλάδα. Σε μία χώρα που βρίσκεται σε κρίση επικρατεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Μια καχεξία και απελπισία, αναμεμιγμένη με την πολιτική αφύπνιση που ακολουθεί μεγάλα γεγονότα και προκαλεί ευφορία. Ξαφνικά, οι χαμηλοί μισθοί και η δυσκολία πληρωμής των λογαριασμών, από ατομικό πρόβλημα του καθενός, απέκτησαν κοινό πολιτικό περιεχόμενο. Ορισμένοι σκέφτονται να μεταναστεύσουν. Άλλοι να ρίξουν την κυβέρνηση. Μια αναγκαία αντιασφυξιογόνα μάσκα κρέμεται σε πολλά σπίτια, ως ανάμνηση των διαδηλώσεων των 28 και 29 Ιούνη, οπότε το κοινοβούλιο υπερψήφισε το πακέτο στήριξης προς την Ελλάδα. Δεν νομίζω ότι έχω βρεθεί παλιότερα σε χώρα όπου όλοι μα όλοι που συνάντησα να συμφωνούν. Είναι όλοι αγανακτισμένοι με το ευρώ, με τη Γερμανία, με την κυβέρνησή τους και με τους εαυτούς τους που την ψήφισαν. Ύστερα από μια βδομάδα στην Αθήνα, μπορώ να πω ότι αν ήμουν Ελληνίδα, θα ήμουν κι εγώ αγανακτισμένη.

Η Αξιοπρέπεια ενός Λαού

Η αξιοπρέπεια ενός λαού δεν μετριέται με το χρήμα αλλά με τους αγώνες που έδωσε, που δίνει και που θα δώσει, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, διότι μόνο με αυτούς παράγει ένα έργο για την ανθρωπότητα κι αν λυπάσαι που πολλοί δεν το κατανοούν, πρέπει να το ξεπεράσεις, μόνο μερικοί αρκούν, αρκεί να είναι έτοιμοι να το παλέψουν και να θυσιαστούν, έτσι ώστε τα ίχνη τους να είναι η γραφή της ανθρωπιάς που δεν εγκατέλειψε μια πιθαμή όχι της γης αλλά του χρόνου που μας δόθηκε για ν’ αλλάξουμε τα δεδομένα και να δημιουργήσουμε αυτό που ονόμαζαν ουτοπία όσοι μας κατηγορούσαν, διότι φοβόντουσαν για την κοινωνία τους δίχως να αντιληφθούν το κενό τους. Γι’ αυτό μη γονατίσεις.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ Στρατηγικός σύμβουλος και καθηγητής γεωστρατηγικής στην Αστυνομική Ακαδημία, στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας, στη Σχολή Στρατολογικού, στη Σχολή Πολεμικής Αεροπορίας και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας στην Ελλάδα.

Οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις


Δεν ταξιδεύουν σε τρένα με αποσκευές από χαρτόνι, μα μεταφέρουν μαζί τους τα πιο πολύτιμα περιουσιακά τους στοιχεία: ένα φορητό υπολογιστή, ένα κινητό τελευταίας τεχνολογίας που τους το δώρισε κάποιος συγγενής ή που το απέκτησαν επιδιώκοντας αμέτρητα κουπόνια. Συνηθίζουν να κάνουν πτήσεις χαμηλού κόστους, όπου το εισιτήριο έχει κυνηγηθεί υπομονετικά μέσω διαδικτύου. Θα πάνε να κάνουν ένα μεταπτυχιακό, ή θα έχουν εξασφαλίσει μία κακώς εννοούμενη υποτροφία Erasmous η οποία θα κοστίσει στην οικογένεια τους τις μισές της οικονομίες. Άλλες φορές θα κάνουν τον οικότροφο βοηθό, θα παραδίδουν μαθήματα της γλώσσας τους, ή οποιαδήποτε άλλη προσωρινή εργασία.  Οι  συγγενείς θα  τους χαιρετήσουν στην πύλη επιβίβασης  και ενώ απομακρύνονται, κάποιοι θα κρύψουν την θλίψη τους και άλλοι  το αίσθημα της εγκατάλειψης. «Είναι για ένα μικρό χρονικό διάστημα  -λένε-. Θα μάθουν την γλώσσα, θα γνωρίσουν τον κόσμο… θα επιστρέψουν σε μερικούς μήνες.»
Μέχρι πρόσφατα ήταν προνόμιο της σύγχρονης εποχής που τους επέτρεπε να απολαμβάνουν απεριόριστη ελευθερία, έναν κόσμο χωρίς σύνορα, μια σχεδόν ατελείωτη ευκαιρία για μάθηση… Στη συνέχεια ήρθε η κρίση και η βαλίτσα έμοιαζε διαφορετική, η αναμονή στη ουρά επιβίβασης πιο ντροπιαστική, ο αποχαιρετισμός πιο θλιβερός και το φάντασμα της οριστικής απουσίας, κοντινότερο.