Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ένας μαρξιστής από τα παλιά και η «Αντάντ του Ευρώ»

 «Το φιλελεύθερο κόμμα – το μοναδικό κόμμα που κατόρθωσε να ενσαρκώσει τους εθνικούς σκοπούς του ελληνικού κεφαλαίου και εργάσθηκε για την ολοκλήρωσή τους – ανέλαβε φανερά πια την εσωτερική επίθεση, ενώ όλος ο διπλωματικός, πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός της Αντάντ τέθηκε στην υπηρεσία του. Η Ελλάδα έπρεπε να μπει στο πόλεμο μαζί με την Αντάντ…
… την ιστορική σημασία ενός τέτοιου σκοπού, την οικονομική του αξία, μονάχα ένα καθαρά αστικό κόμμα μπορούσε να αντιληφθεί. Και τέτοιο κόμμα ήτανε το Βενιζελικό. Η μαχητικότητά του, η αποφασιστικότητα του αρχηγού του, η δύναμη και θάρρος με το οποίο πάλεψε, το αναδείξανε στην αστική συνείδηση ενώ το καταρρίψανε στη λαϊκή. Από τότε το κόμμα αυτό προσπαθεί να αντικαταστήσει την έλλειψη της λαϊκής εμπιστοσύνης, που μεγάλωνε προοδευτικά με την εμπιστοσύνη των ξένων ιμπεριαλιστών. Χάνει την εμπιστοσύνη του λαού, κερδίζει την εμπιστοσύνη της Αντάντ. Χάνει την εμπιστοσύνη του στρατού, κερδίζει την εμπιστοσύνη του ξένου στρατού. Σημασία έχει ο σκοπός, όχι τα μέσα.
Αν ο βασιλιάς δε θέλει πόλεμο, θα φύγει. Το κεφάλαιο είναι ανώτερο από το βασιλιά. Το συμφέροντά του ανώτερα από τα δυναστικά…
Αν ο λαός δεν θέλει πόλεμο γιατί τον «διέφθειρε» η βασιλική προπαγάνδα, θα υποχρεωθεί να τον θελήσει με τη βία. Αν η κυβέρνηση είναι με τη δυναστεία, θα οργανωθεί μια άλλη κυβέρνηση. Αν το σύνταγμα δεν το επιτρέπει, θα ανατραπεί το σύνταγμα. Η Ελλάδα πρέπει να μπει στο πόλεμο. Είναι η «μοναδική» ευκαιρία να «λύση» το εθνικό μας ζήτημα».
Έτσι ανέγνωσε ο Σεραφείμ Μάξιμος τη περίοδο του «εθνικού διχασμού» του 1916, στο βιβλίο του «Κοινοβούλιο ή Δικτατορία». Στο ίδιο βιβλίο, ο σπουδαίος Έλληνας μαρξιστής, προσπαθεί να βγάλει συμπεράσματα από όλη την ταραχώδη εμπειρία του μεσοπολέμου για τις σχέσεις της ελληνικής αστικής τάξης με τους θεσμούς αντιπροσώπευσής της. Τα συμπεράσματα που βγάζει είναι ενδεικτικά και για το σήμερα. Για τον Μάξιμο η ανάπτυξη και η δυναμική του κεφαλαίου στην Ελλάδα ταυτίζεται από την συνύπαρξη του κοινοβουλευτισμού με τον αντικοινοβουλευτισμό. Όπως λέει χαρακτηριστικά «η δικτατορία είναι φορέας και στυλοβάτης του κοινοβουλευτισμού και ο κοινοβουλευτισμός φορέας της δικτατορίας, το αποτέλεσμα είναι ένας ιδιότυπος κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός».
Πόσο κοντινό φαίνεται έτσι το 1920. Για το ελληνικό κεφάλαιο τα διλήμματα μπαίνουν σήμερα με τον ίδιο τρόπο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τη μεγάλη «Αντάντ του Ευρώ και της ΕΕ». Αποτελεί στρατηγική επιλογή που με κάθε τρόπο θα υπερασπιστεί, «εθνικό» στόχο επιβίωσης. Για το πόσο εθνικός είναι αυτός ο «εθνικός» στόχος και πραγματικά ποια κοινωνικά στρώματα εξυπηρετήθηκαν από αυτή τη στρατηγική το νιώθει ο κάθε εργαζόμενος σήμερα. (ανάλυση του Γ. Τριανταφυλλόπουλου).
Από τα αστικά κόμματα, αυτό που αποφάσισε στη κυριολεξία να διαλυθεί με στόχο να φέρει εις πέρας αυτή την ιστορική αποστολή ήταν το ΠΑΣΟΚ. Σε αυτό το σχέδιο χρησιμοποιήθηκε κάθε δυνατό μέσον, η κρατική καταστολή, η προπαγάνδα των ΜΜΕ και όλα μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εκφασισμού και επίθεσης στα λαϊκά στρώματα που αντιστέκονταν. Για να μη χαθεί το στοίχημα της Ευρωπαϊκής προοπτικής του κεφαλαίου πραγματοποιείται ένας μαζικός εξευγενισμός μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Όμως αυτό δεν αρκεί, για να κερδίσει περαιτέρω τη συνεργασία της Δύσης προχωράει ακόμη παραπέρα και ταυτίζει τη στρατηγική του Ευρώ με το νέο «εθνικό» σχέδιο. Υπάρχουμε «χάρη στη Δύση» έγραφε Νίκος Χρυσολωράς στην Καθημερινή’, για να υπενθυμίσει που βρισκόμαστε.
Ποίος όμως θα μπει μπροστά στη νέα αυτή καμπή; Το ΠΑΣΟΚ με επιτυχία τα κατάφερε ως εδώ αλλά δε μπορεί πλέον. Βλέπετε όπως και τη δεκαετία του ‘20, η μετατροπή του κοινοβουλίου σε εφαλτήριο πολιτικών λιτότητας, οδήγησε σε διακοπή των δεσμών μια δεδομένη στιγμή ανάμεσα στο «κυρίαρχο λαό» και στους αντιπροσώπους του. Το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης δε μπορεί να πείσει κανένα, ο κοινοβουλευτισμός παύει να είναι χρήσιμος σαν μέθοδος καταπίεσης. 
Η μόνη λύση είναι να γίνει μια άτυπη δικτατορία. Συνένωση όλων των κομματικών αστικών δυνάμεων, ασχέτως των συσχετισμών στη κοινωνία (από τα αριστερά μέχρι τα δεξιά) ώστε να περάσει η δανειακή σύμβαση, να εγγυηθούμε στους Ευρωπαίους «συμμάχους» νέα μέτρα, και πάνω από όλα να δοθεί μια ευκαιρία ανασυγκρότησης του πολιτικού δυναμικού του κεφαλαίου που θα οδηγήσει σε εκλογές. Τότε και μόνο τότε έχει σημασία η «λαϊκή ετυμηγορία». Όπως παρατηρούσε και ο Μάξιμος: «Νέες εκλογές είχαν έννοια για τη μπουρζουαζία τότε μονάχα, όταν μπορούσε να κινητοποιήσει νέες δυνάμεις και νέα κεφάλαια, αφού τα παλιά τα είχε εξαντλήσει σε οικονομικές επιθέσεις κατά του λαού, του προλεταριάτου, των μικροαστικών μαζών».  
Μέχρι τότε όμως ποιος θα αναλάβει; Εδώ είναι ένα άλλο στοιχείο της πτώχευσης των αστικοδημοκρατικών θεσμών. Εκεί που δε μπορεί η πολιτική θα αναλάβει άμεσα η Αγορά: Πρωθυπουργός ένας εκπρόσωπος του Κεφαλαίου. Ένας πετυχημένος επιχειρηματίας που θα μας συμμαζέψει. Έτσι φθάνει ο Παπαδήμος, ο διεθνούς φήμης τραπεζίτης. Η χούντα των Τραπεζών προσωποποιημένη και το κοινοβούλιο ένα φύλο συκής. Ο «εθνικός» στόχος μπορεί να ολοκληρωθεί καθώς ο τραπεζίτης θα «αναλάβει» μόνο αν το κοινοβούλιο δεχτεί τις προϋποθέσεις:
«Οι όροι του τέως αντιπροέδρου της ΕΚΤ έχουν ως εξής: Πρέπει να υπάρξει υπογραφή των δύο κομμάτων τουλάχιστον για τους όρους του προγράμματος όπως ζητούν οι Βρυξέλλες \ Μεγαλύτερη συμμετοχή πολιτικών στελεχών της ΝΔ στο νέο κυβερνητικό σχήμα \ Η κυβέρνηση δεν μπορεί να εμπίπτει σε χρονικούς περιορισμούς. Δηλαδή, η 19η Φεβρουαρίου είναι ενδεικτική».
Σε αυτή τη στιγμή που όλοι έχουν συναδελφωθεί στην υπηρεσία του κεφαλαίου, πρέπει να τελειώνουμε με τις αυταπάτες που μας φέρανε μέχρι εδώ. Δεν υπάρχει επιστροφή στα συμβόλαια του παρελθόντος και χώρος για δημοκρατικές ουτοπίες στα πλαίσια του συστήματος. 20 χρόνια μετά το «τέλος της ιστορίας» τα λόγια του Λένιν ακούγονται τόσο μακρινά και τόσο κοντά:
«Η ως το τέλος ανάπτυξη της δημοκρατίας, η αναζήτηση των μορφών αυτής της ανάπτυξης, ο έλεγχος τους στη πράξη κλπ, αποτελούν ένα από τα συστατικά καθήκοντα της πάλης για την κοινωνική επανάσταση. Κανένας δημοκρατισμός χωριστά παρμένος δε θα δώσει το σοσιαλισμό, στη ζωή όμως ο δημοκρατισμός δεν «θα παρθεί» ποτέ «χωριστά» με άλλα φαινόμενα, θα ασκεί την επιρροή του και στην οικονομία, θα προωθεί το μετασχηματισμό της, θα δέχεται την επίδρασή της οικονομικής εξέλιξης κλπ. Αυτή είναι η διαλεκτική της ζωντανής ιστορίας.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου