Tου Θόδωρου Καρυώτη,
Καθηγητή πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστημιακό Σύστημα Μέρυλαντ, ΗΠΑ
Για πάνω από τριάντα χρόνια τώρα η Ελλάδα επιμένει μονότονα ότι η μοναδική της διαφορά με την Τουρκία, ήτοι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, είναι νομικής φύσης. Όμως, εδώ και πάνω από 25 χρόνια η έννοια της υφαλοκρηπίδας έχει υπερκερασθεί απ’ αυτή της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Από την ύπαρξη της νέας Σύμβαση του Διεθνούς Δίκαιου της Θάλασσας το 1982, κανένα κράτος στον κόσμο δεν έχει ζητήσει μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αλλά πάντα ζητά και την ταυτόχρονη οριοθέτηση της ΑΟΖ. Πράγματι, όλες οι αποφάσεις του Δικαστηρίου μέχρι σήμερα, λαμβάνουν υπ’ όψη την οριοθέτηση και των δύο ζωνών πού πάντα συμπίπτουν. Οι Τούρκοι βέβαια τρίβουν τα χέρια τους που ακούν για τόσα χρόνια τις ελληνικές κυβερνήσεις και όλα τα πολιτικά κόμματα να μιλάνε μόνο για την υφαλοκρηπίδα χωρίς να αναφέρονται στην ΑΟΖ. Ο λόγος βέβαια της μεγάλης χαράς των Τούρκων είναι ότι γνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει πολλά να κερδίσει με την οριοθέτηση ΑΟΖ στο Αιγαίο.
Υπάρχει και ένα συμβάν που δεν έχει γίνει γνωστό στον ελληνικό λαό. Την Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010, ο Πρωθυπουργός Γ. Α. Παπανδρέου ενημέρωσε τους Έλληνες δημοσιογράφους στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον για την επίσκεψή του στις ΗΠΑ. Η τελευταία ερώτηση ήταν του Μιχάλη Ιγνατίου, δημοσιογράφου του MEGA TV και των εφημερίδων «Έθνος» και «Φιλελεύθερος» της Κύπρου. Την παραθέτω αυτούσια από την απομαγνητοφώνηση:
M. Ιγνατίου:
“Κύριε πρόεδρε, μιλάτε συνεχώς για το θέμα της υφαλοκρηπίδας σαν την μοναδική μας διαφορά με την Τουρκία. Γιατί δεν συνδέεται και το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης;”
Πρωθυπουργός:
“Αναμφίβολα η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη συνδέονται. Το θέμα μάς έχει απασχολήσει και θα το φέρω προς συζήτηση με τον Ερντογάν στην επόμενη επίσκεψή του στην Αθήνα.”
Έχουν περάσει πολλοί μήνες από τότε και οι δύο Πρωθυπουργοί έχουν βρεθεί και μιλήσει τρεις φορές μετά από αυτή την δήλωση του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και όμως δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το θέμα της ΑΟΖ συζητήθηκε. Επομένως, ή τότε ο Παπανδρέου παραπληροφορούσε με την απάντησή του στην ερώτηση του Ιγνατίου ή έφερε μεν το θέμα αλλά ο Ερντογάν αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση επ’ αυτού. Ο Πρωθυπουργός οφείλει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Πριν από λίγο καιρό, για πρώτη φορά Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ΑΟΖ σε μια ερώτηση στην Βουλή για τα πετρέλαια. Ο πρωθυπουργός είπε: “Η ΑΟΖ δεν είναι κάποιο μαγικό χαρτί, με υπερφυσικές ιδιότητες, που λύνει όλα τα προβλήματα”. Αλλά, κανείς δεν έχει ποτέ ισχυριστεί ότι η ΑΟΖ αποτελεί κάποιο μαγικό χαρτί με υπερφυσικές ιδιότητες. Νομίζω ότι η απάντηση του πρωθυπουργού ήταν μια προσπάθεια υποτίμησης της ΑΟΖ, προφανώς για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι την είχε αγνοήσει όλα τα χρόνια που διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών και κατά τη διάρκεια της σημερινής του θητείας ως Πρωθυπουργός. Όμως, το γεγονός και μόνο της αναφοράς της ΑΟΖ από το βήμα της Βουλής σημαίνει ότι δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί και πρέπει να συμπεριληφθεί στις συνομιλίες με τους Τούρκους.
Πρόσφατα, ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας επιτέθηκε σ’ όσους πιστεύουν ότι η ΑΟΖ αποτελεί “μόδα”, όπως είπε, και επιτέθηκε μάλιστα σε αυτούς που μιλάνε για την ΑΟΖ και αγνοούν τη σημασία της υφαλοκρηπίδας. Ο κ. Δρούτσας είναι ή άσχετος ή παριστάνει τον άσχετο αλλά σε κάθε περίπτωση απαράδεκτος διότι ισχυρίζεται ότι η εθνική κυριαρχία στις ελληνικές θάλασσες μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Όχι μόνο αγνοεί την αξία της ΑΟΖ αλλά προσπαθεί να μας πείσει ότι το Ισραήλ και η Κύπρος κακώς έκαναν οριοθέτηση της ΑΟΖ και έχουν απεμπολήσει τα εθνικά τους συμφέροντα μια και αγνόησαν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Είναι σαφές και φανερό σε όλους ότι η οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στη Κύπρο και το Ισραήλ αποτελεί όχι μόνο μία σημαντική οριοθέτηση αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να επισημανθεί τα κράτη αυτά έχουν προχωρήσει σε θαλάσσιες έρευνες για την εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου και δεν σχεδιάζουν να οριοθετήσουν ποτέ την υφαλοκρηπίδα τους γιατί η έννοια αυτή έχει ξεπεραστεί από το 1982 από την έννοια της ΑΟΖ. Ωστόσο, ο υπουργός επιμένει να δίνει μαθήματα στους Έλληνες, στους Κύπριους και στους Ισραηλίτες τονίζοντας ότι «Η ΑΟΖ δεν έχει καμία σχέση με το θέμα του ορυκτού πλούτου. Με την υφαλοκρηπίδα σχετίζεται.”
Δυστυχώς ο κ. Δρούτσας δεν γνωρίζει ότι στο τέλος της δεκαετίας του 1970, στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της ΑΟΖ, ζήτησαν να σταματήσει η συζήτηση για την ύπαρξη της υφαλοκρηπίδας γιατί είχε υπερκεραστεί από την έννοια της ΑΟΖ αλλά, η τότε ελληνική αντιπροσωπεία δεν υποστήριξε αυτή τη θέση που θα έλυνε τα χέρια της Ελλάδας στο Αιγαίο! Γνωρίζει, όμως, ότι πριν λίγους μήνες ανακαλύψαμε γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν συζητά το θέμα της ΑΟΖ με τη Τουρκία. Ένα έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας μας διαφωτίζει ξεκάθαρα. Πρόκειται για εμπιστευτικό έγγραφο του Βρετανού πρέσβη στην Αθήνα με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1979. Την προηγούμενη ημέρα είχε επισκεφτεί τον πρέσβη ο Γιάννης Τζούνης, τότε Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών και του ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει ΑΟΖ στο Αιγαίο, που είχε τότε αρχίσει να διαμορφώνεται στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, διότι ενώ αυτή είναι έννοια που ευνοεί την Ελλάδα δεν ευνοεί καθόλου την Τουρκία. Αυτό συνέβη επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Ράλλη και με υπουργό Εξωτερικών τον Κ. Μητσοτάκη. Έχουν περάσει από τότε 32 χρόνια και όλοι οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας έχουν ξεκάθαρα σεβαστεί αυτή τη θέση διότι, κατά την άποψή μου, διακατέχονται από ένα ανίατο φοβικό σύνδρομο, πιστεύοντας ότι η Τουρκία θα φτάσει ακόμη και σε πόλεμο για να προστατέψει τα συμφέροντά της σε περίπτωση που η Ελλάδα ανακηρύξει ΑΟΖ στο θαλάσσιο χώρο της.
Η Ελλάδα πρέπει άμεσα να προβεί σε ταυτόχρονη οριοθέτηση της ΑΟΖ της με αυτές της Κύπρου και της Αιγύπτου, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη το Καστελόριζο και έτσι θα υπάρχουν θαλάσσια σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αλλά πιο σημαντικό θα είναι το γεγονός ότι δεν θα υπάρχουν θαλάσσια σύνορα της Αιγύπτου με τη Τουρκία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία θα αντιταχτεί σε μια τέτοια οριοθέτηση και θα ζητήσει την παρέμβαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, πράγμα που έχει δικαίωμα να κάνει ad hoc. Δηλαδή μπορεί να ζητήσει από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να παρέμβει μόνο για αυτή την οριοθέτηση. Οι πιθανότητες της Τουρκίας να αποσπάσει κάτι θετικό από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι πολύ μικρές, διότι όχι μόνο θα ζητάει την ανατροπή της απόφασης τριών κρατών αλλά θα έχει να αντιμετωπίσει και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ασφαλώς και δεν θα ήθελε να δει μείωση της ΑΟΖ της στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα τώρα που η περιοχή παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον.
Ο χάρτης που παραθέτω πιο κάτω δείχνει την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ στις ελληνικές θάλασσες βάσει του Δίκαιου της Θάλασσας (άσπρη γραμμή) και ταυτόχρονα δείχνει την αξία του Καστελόριζου, διότι σε περίπτωση που υποθέσουμε ότι το Καστελόριζο δεν διαθέτει ΑΟΖ (η διακεκομμένη κόκκινη γραμμή) η ελληνική ΑΟΖ δεν μπορεί κατά συνέπεια να συνορεύει με τη κυπριακή ΑΟΖ.
Η επιμονή της ελληνικής κυβέρνησης να μη προβεί πρώτα σε οριοθέτηση της ΑΟΖ της με την Κύπρο και την Αίγυπτο αλλά να παραπέμψει την ελληνοτουρκική διένεξη στη Χάγη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας θα έχει ως αποτέλεσμα να χαθεί ένα μέρος της θαλάσσιας ζώνης του Καστελόριζου διότι η Χάγη, σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν δίνει πλήρη επήρεια σε πολύ μικρά νησιά που βρίσκονται κοντά σ’ ένα μεγάλο ηπειρωτικό χώρο ο οποίος ανήκει σ’ άλλο κράτος. Ο νοών νοήτω. Κατά συνέπεια, ενώ θα δοθεί μια αρκετά μεγάλη περιοχή στο Καστελόριζο (η Χάγη δεν θα δεχτεί την τουρκική θέση ότι τα Καστελόριζο δεν διαθέτει τίποτα παραπάνω από την αιγιαλίτιδα ζώνη του), δεν αναμένεται να προσδιορίσει μια έκταση που να δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να διαθέτει θαλάσσια σύνορα με τη Κύπρο.
Η Ελλάδα, όταν αποφασίσει να δημιουργήσει ΑΟΖ σε όλες τις θάλασσές της ακολουθώντας πιστά τις διατάξεις του Δίκαιου της Θάλασσας, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από την Τουρκία. Απλώς, η Τουρκία θα αρνηθεί να αναγνωρίσει την ελληνική ΑΟΖ, όπως ακριβώς έκανε και με την κυπριακή ΑΟΖ, αλλά η Κύπρος ούτε φοβήθηκε ούτε σταμάτησε από αυτή την ενέργεια της Τουρκίας και μάλιστα πήρε και την έγκριση της ΕΕ. Η Άγκυρα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει και να αποδεχτεί ότι δεν μπορεί να επιβάλει τις όποιες νεο-οθωμανικές βλέψεις της στη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα.
Ομιλία του ΥΠΕΞ, κ. Δ. Δρούτσα στο Συνέδριο του Economist, με θέμα : « Η ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής υπό το φως των εξελίξεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου» (Λαγονήσι, 19 Μαΐου 2011)[μετάφραση από την αγγλική]
Κυρίες και Κύριοι,
Ως Υπουργός Εξωτερικών θα έλεγα ότι ο τίτλος της συζήτησής μας: «ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής υπό το φως των σημερινών εξελίξεων στην περιοχή», φαίνεται σαν ταυτολογία. Είναι σαν να κάνουμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας.
Για να το θέσω αλλιώς, «Οι τρέχουσες εξελίξεις», είναι καθημερινή μας τροφή αλλά και «η εξωτερική πολιτική» είναι ολόκληρο το τραπέζι μας.
Και το λέω αυτό επειδή υπάρχει συχνά η τάση να παρασυρόμαστε από τις τρέχουσες εξελίξεις και να μην βλέπουμε τη γενική εικόνα. Και είναι ακριβώς αυτή η συνολική εικόνα που πρέπει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της εξωτερικής πολιτικής.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σε πραγματικό χρόνο. Παρ’ όλο που κατανοώ πλήρως ότι τα διεθνή δίκτυα ενημέρωσης επηρεάζουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, δεν πιστεύω ότι πρέπει να επιτρέψουμε στα «έκτακτα δελτία» να γίνουν ο καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρέπει επίσης να προετοιμαστούμε και για την επόμενη μέρα καθώς και για τις πραγματικότητες που θα προκύψουν επί τόπου όταν θα κοπάσει η θύελλα.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Αλλά, παρά τη ρευστότητα της κατάστασης σε κάποιες χώρες αυτής της περιοχής – βέβαια η προσοχή μας παραμένει εστιασμένη στη Λιβύη – στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας υπάρχει ευρεία συναίνεση ως προς την κατάσταση που επιθυμούμε να δούμε να αναδύεται όταν σταματήσουν οι αναταραχές: σταθερές, ευημερούσες κοινωνίες όπου θα υπάρχει σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου και όπου οι προσδοκίες των ίδιων των λαών θα εκπληρωθούν μέσα από δημοκρατικές ελεύθερες διαδικασίες, χωρίς εξωτερικές πιέσεις.
Είχαμε όλοι τις δικές μας εθνικές εμπειρίες σε αυτό το εγχείρημα που ονομάζεται δημοκρατία και γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά τόσο την αξία της, όσο και τη δύναμή της. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο αγώνας αυτός είναι πάντα επίπονος. Αυτό που πολλές φορές ξεχνάμε είναι ότι αυτός ο αγώνας είναι αέναος: ακόμη και στις πιο προηγμένες δημοκρατίες, οι δημοκρατικές αρχές και αξίες πρέπει να προστατεύονται και να προάγονται σε σταθερή βάση.
Αυτή είναι η περίπτωση μιας άλλης περιοχής που αποτελεί θέμα συζήτησης του πάνελ: η Νοτιοανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Μεσόγειος. Σε αυτό που διαφέρει αυτή η περιοχή από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική είναι ότι τα κράτη που βρίσκονται σε αυτή – και ιδιαίτερα εκείνα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης – είναι είτε ήδη πλήρη μέλη της ΕΕ, είτε υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή η ευρωπαϊκή διάσταση, αυτό που αποκαλούμε ευρωπαϊκή προοπτική, έχει αποτελέσει μια σημαντική κινητήρια δύναμη για αυτές τις χώρες και είχε όλα αυτά τα χρόνια τη σταθερή υποστήριξη της Ελλάδας.
Φαντάζομαι ότι φίλος μου και συνάδελφος, Vuk, θα αναφερθεί στις εμπειρίες της Σερβίας επί του θέματος, κατά συνέπεια δεν πρόκειται να προβώ σε λεπτομερή ανάλυση του θέματος
Θα ήθελα, βέβαια, να υπογραμμίσω ότι για τη δική μας άμεση γειτονιά, τα Βαλκάνια, η Ελλάδα έχει παρουσιάσει την Ατζέντα 2014 με σκοπό να επιταχύνει τη διαδικασία ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, εταίρων και φίλων μας, στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το μήνυμά μας ήταν ξεκάθαρο και παραμένει ξεκάθαρο: η πλήρης ένταξη είναι ένας εφικτός στόχος.
Και ήδη έχουμε αποφασίσει να αφιερώσουμε την προεδρία μας στην ΕΕ το 2014 σε αυτό το στόχο της διεύρυνσης της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια, μέσω της οργάνωσης μιας συνόδου κορυφής της ΕΕ και όλων των βαλκανικών χωρών με στόχο, ελπίζω, να ορίσουμε ένα συγκεκριμένο οδικό χάρτη και μια συγκεκριμένη ημερομηνία-στόχο όπου θα πραγματοποιηθεί η ένταξη στην ΕΕ όλων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις.
Στη σημερινή ΕΕ, η διευρυνσιακή κόπωση αποτελεί γεγονός: η οικονομική κατάσταση ενισχύει τον σκεπτικισμό ως προς την ορθότητα μιας περεταίρω διεύρυνσης. Η πρόσφατη διεύρυνση – η ένταξη το 2004 των 10 νέων κρατών μελών – κλόνισε πραγματικά το σύστημα της ΕΕ. Αλλά η επικρατούσα άποψη τότε ήταν – και πολύ σωστά – ότι η καθυστέρηση της διεύρυνσης θα κόστιζε πολύ περισσότερο.
Πιστεύω ότι η άποψη αυτή επαληθεύτηκε. Παρά το ισχυρό οικονομικό και πολιτικό πλήγμα, υπήρξε ξεκάθαρα ένας θετικός αντίκτυπος αποδεικνύοντας ότι το εγχείρημα άξιζε. Όλοι τώρα συνειδητοποιούν ότι η ΕΕ χρειάζεται μια πολιτική ενοποίηση, μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική και μια οικονομική πολιτική που θα δημιουργεί ανάπτυξη, ενώ θα εξασφαλίζει παράλληλα κοινωνική ασφάλεια.
Και με αυτό ακριβώς τον συλλογικό τρόπο θα πρέπει να προχωρήσουν σήμερα οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Κυρίες και Κύριοι,
Καθώς συζητάμε για δύο διαφορετικές περιοχές σε αυτό το πάνελ, επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσω ότι ανεξάρτητα από το αν μια δεδομένη χώρα έχει μια ευρωπαϊκή προοπτική, οι δημοκρατικοί στόχοι και τα ιδανικά δεν θα πρέπει εξαρτώνται από κανέναν άλλον παράγοντα.
Αυτή είναι η έκκληση των λαών της περιοχής, η έκκληση στην οποία οι ηγέτες τους πρέπει να ανταποκριθούν.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η ΕΕ δεν έχει κανένα ρόλο να διαδραματίσει σε αυτές τις εξελίξεις. Το αντίθετο μάλιστα. Τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και εντός της ΕΕ, προσπαθούμε συνεχώς να αναπτύξουμε την πιο κατάλληλη στρατηγική προκειμένου να στηρίξουμε τις προσπάθειες αυτών των χωρών και των λαών τους προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων και της οικονομικής ευημερίας.
Αλλά επειδή δεν υπάρχει ένας οδικός χάρτης οικοδόμησης θεσμών, εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού που να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, θα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ότι καμία αλλαγή δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατάλληλα χωρίς να πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: σεβασμός της ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας των λαών και πραγματική υποστήριξη των ίδιων των κοινωνιών.
Σε αυτή την ιδιαίτερη συγκυρία, το μέλλον των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και των νοτίων γειτόνων της αποτελεί βασική πρόκληση για όλους μας και η Ελλάδα πιστεύει σταθερά ότι η Ένωση θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της ως εταίρου.
Για αυτό το λόγο αναπτύσσουμε μια συνεκτική προσέγγιση στους κόλπους της ΕΕ: «Μια εταιρική σχέση για τη δημοκρατία και την κοινή ευημερία με τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο», μέσω στοχευμένων δράσεων που ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες απαιτήσεις και προσαρμοσμένων στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ανάγκες του κάθε νότιου γείτονα μας ξεχωριστά. Πρόκειται για μια προσέγγιση που καθοδηγείται από τα αιτήματα και βασίζεται στην παροχή κινήτρων.
Αλλά είναι εξίσου επιτακτική η ανάγκη οι δράσεις μας να συνδυάζουν, τόσο πολιτικά μέτρα – που να προάγουν τη δημοκρατία και την οικοδόμηση θεσμών – όσο και μέτρα για την τόνωση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Πρόκειται για τομείς αμοιβαίας ενίσχυσης που πρέπει να προαχθούν παράλληλα.
Για προφανείς λόγους, θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι ένα μέρος των μέτρων θα αποβλέπει σε άμεσα και απτά κοινωνικά οφέλη για αυτές τις χώρες, ειδικότερα υπέρ των νέων ανθρώπων.
Επιπλέον, υποστηρίζουμε πλήρως την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών στη μεταρρυθμιστική διαδικασία και αυτό συνάδει με την οικοδόμηση της δημοκρατίας και των θεσμών σε κάθε χώρα. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί επίσης στην αρχή της κυριότητας: οι δράσεις μας πρέπει πάντα να καθοδηγούνται από το σεβασμό της αξιοπρέπειας και των ευαισθησιών των νότιων γειτόνων μας και εταίρων μας – χωρίς να ξεχνούμε ότι αυτή η μεταρρύθμιση εγκαινιάστηκε από τους ίδιους τους λαούς και ο βασικός μας στόχος πρέπει να είναι η καλύτερη δυνατή στήριξή τους καθώς διανύουν αυτό το δρόμο προς τη δημοκρατία.
Οι εξελίξεις στο Νότο μας επηρεάζουν άμεσα: μια σημαντική πτυχή της πρόσφατης κρίσης στη Βόρεια Αφρική είναι η επακόλουθη αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την ΕΕ. Βρισκόμενη στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και σε άμεση γεωγραφική εγγύτητα με αυτή την περιοχή, η Ελλάδα είναι ένα από τα κράτη μέλη που επηρεάζονται άμεσα και σε μεγάλο βαθμό. Ένα μεγάλο ποσοστό των παράνομων μεταναστών που συλλαμβάνονται στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ εντοπίζονται στα ελληνικά σύνορα. Η έκκληση για αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ΕΕ είναι παραπάνω από προφανής.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η Μεσόγειος αλλά μια κλιμακούμενη ανησυχία στην Ευρώπη που αναδεικνύει ολοένα και πιο ξεκάθαρα την ανάγκη ενίσχυσης της πρακτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της αποτελεσματικής συνεργασίας με της χώρες προέλευσης και διέλευσης.
Σχετικά με την περιοχή και τον αραβικό κόσμο, εμείς, ως Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίζουμε τόσο μια πρόκληση όσο και μια ευκαιρία.
Μια ευκαιρία να συμβάλλουμε στην ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Αλλά επίσης μια ευκαιρία να δώσουμε στην ΕΕ τη φωνή που της αξίζει και που πρέπει να έχει στις διεθνείς εξελίξεις, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για εξελίξεις που διαδραματίζονται τη δική της γειτονιά.
Επιτρέψτε μου λοιπόν να επαναλάβω την πρότασή μας για ένα «ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ» για την περιοχή.
Αυτή η δέσμευση εκ μέρους της ΕΕ δεν πρέπει να θεωρηθεί ως καθαρά οικονομική υποστήριξη και αρωγή στην απαραίτητη οικοδόμηση των θεσμών.
Θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια επένδυση της ΕΕ.
Μια επένδυση στην ειρήνη, την ασφάλεια (εσωτερική και εξωτερική), στην οικονομική ανάπτυξη – τόσο για την περιοχή όσο και για τον αραβικό κόσμο, αλλά επίσης και για την ίδια την ΕΕ και τα κράτη μέλη της.
Και βέβαια, ένα πράγμα πρέπει να αποφευχθεί:
Με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να δημιουργήσουμε την εντύπωση - την λανθασμένη εντύπωση - ότι η ΕΕ, ο δυτικός κόσμος, προσπαθεί να επιβάλει ή να υπαγορεύσει τις απόψεις της στους Άραβες φίλους μας.
Πρόκειται για τη δημιουργία μιας εταιρικής σχέσης, μιας συνεργασίας και για την επίδειξη αλληλεγγύης.
Και μιλώντας για την εταιρική σχέση, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη, ειδικότερα, θα ήθελα να αναφερθώ στις τρέχουσες εξελίξεις σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης.
Η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός έχουν αναλάβει τη δέσμευση να υλοποιήσουν ένα σοβαρό και αυστηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο έχει ήδη αποφέρει αρκετά εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Όλοι γνωρίζουμε ότι η κατάσταση παραμένει δύσκολη και η πρόκληση τεράστια.
Και η Ελλάδα και η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός συνεχίζουν τον αγώνα για το μέλλον τους με την ίδια συνεχή προσήλωση στο μεταρρυθμιστικό μας πρόγραμμα.
Πολλά ακούγονται και λέγονται για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται υποδείξεις και παρεμβάσεις. Χρειάζεται βεβαίως πνεύμα συνεργασίας, συμβουλές και κοινοτική αλληλεγγύη που θα έπρεπε να είναι αυτονόητη.
Κάθε πολιτική δύναμη και κάθε πολιτικός ηγέτης σε προσωπική βάση στην Ελλάδα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και φυσικά θα λογοδοτήσει και θα κριθεί από τις αποφάσεις και τις επιλογές που θα κάνει.
Δεν μπορώ – εγώ προσωπικά και όλος ο ελληνικός λαός – παρά να ελπίζω ότι όλοι στη χώρα μας θα αναλάβουν τις ευθύνες τους και θα αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του μέλλοντος, λαμβάνοντας τις σωστές αποφάσεις και κάνοντας τις σωστές επιλογές προς την κατεύθυνση της συναίνεσης και της συνεργασίας.
Τέλος, επιτρέψτε μου αναφερθώ εν συντομία στην κρίση στην Λιβύη.
Η κρίση στη Λιβύη δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με στρατιωτικά μέσα.
Ήρθε η στιγμή να εξετάσουμε τις ευκαιρίες που υπάρχουν για επίτευξη πολιτικής λύσης και να δρομολογήσουμε διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τρίπολης και της Βεγγάζης.
Το κόστος της καθυστέρησης είναι η συνεχής βία και ο θάνατος, η διάδοση όπλων και μεγαλύτερη μετατόπιση του πληθυσμού διαμέσου των συνόρων καθώς και αυξημένη πίεση εντός του ΝΑΤΟ σε θέματα που σχετίζονται με προτεραιότητες και μέσα.
Ως μια από τις πιο κοντινές χώρες στη Λιβύη, η Ελλάδα υποστηρίζει σταθερά την άποψη ότι τα οφέλη της διαπραγμάτευσης αντισταθμίζουν το κόστος της παρατεταμένης σύρραξης.
Προτείνουμε λοιπόν έναν άλλον τρόπο : επιχειρήσεις και διάλογος.
Διατήρηση της πίεσης μέσω κυρώσεων, της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων και της στρατιωτικής δράσης και παράλληλα έναρξη συνομιλιών με βασικούς παράγοντες του καθεστώτος αλλά με σαφώς προσδιορισμένο χρονοδιάγραμμα για επίτευξη αποτελεσμάτων.
Τα απαραίτητα στοιχεία που συνθέτουν τον οδικό χάρτη για τη Λιβύη είναι γνωστά και έχουν ήδη προσδιοριστεί λεπτομερώς – και η Ελλάδα μπόρεσε να συμβάλλει από την πρώτη στιγμή προς αυτή την κατεύθυνση με συγκεκριμένες ιδέες και προτάσεις.
Αυτό που υπολείπεται και αυτό που πρέπει να επιδιώξουμε είναι η επίδειξη απαραίτητης βούλησης και αποφασιστικότητας για να προχωρήσουμε σύμφωνα με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές.
Κυρίες και κύριοι,
Όπως προείπα, το διεθνές τοπίο εντός του οποίου ασκούμε την εξωτερική μας πολιτική μεταβάλλεται συνεχώς. Ο κόσμος αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πρέπει να ακολουθήσουμε αυτές τις αλλαγές και να προσαρμοστούμε καταλλήλως.
Αλλά δύο είναι τα διδάγματα που πρέπει να αποκομίσουμε από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας:
Το πρώτο δίδαγμα είναι ότι η αλλαγή, ακόμη και οι κρίσεις, μπορούν να μετατραπούν σε ευκαιρίες για όλες τις πλευρές.
Και το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι δεν πρέπει ποτέ να αγνοούμε τις εκκλήσεις για αλλαγή.
Εν μέσω των κρίσεων τέτοιας έκτασης και σημασίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να είναι ποτέ απούσα ή σιωπηλή. Η ΕΕ – όπως άλλωστε το είχαν οραματιστεί οι ιδρυτές της – δεν στέκεται άπραγη ως απλός παρατηρητής. Η ΕΕ διαμορφώνει τα γεγονότα – ή τουλάχιστον συμβάλλει στη διαμόρφωσή τους – με ένα συγκεκριμένο στόχο: την προαγωγή των αρχών και αξιών της.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου