Tου Nικου Γ. Ξυδακη
Γράφτηκαν τόσα πολλά για τον Θανάση Βέγγο, που θα ήταν περιττό να προσθέσουμε άλλα, για τις αρετές του ανδρός και του καλλιτέχνη. Προφανώς, η πάνδημη αγάπη οφείλεται στη σπάνια ταύτιση προσωπικού ήθους και ταλέντου, στην ειλικρίνεια και την αλήθεια που εξέπεμπε ο καλός άνθρωπος, ο άνθρωπός μας. Προφανές, αλλά όλο και σπανιότερο. Λιγότερο προφανές, αλλά σημαντικότερο είναι αυτό που ενσάρκωσε ο Θανάσης.
Το λέω συνοπτικά: ενσάρκωσε τον μεταπολεμικό επιβιωτή, τον Ευρωπαίο άνθρωπο της ανοικοδόμησης, τον Ελληνα σε κατάσταση διαρκούς εκτάκτου ανάγκης, τον διαρκώς εφευρέτη και μαχητή.
Πίσω από τη μάσκα του κλόουν υπάρχει ασφαλώς μελαγχολία. Γνωστό. Ο Θανάσης ήταν όμως ένας ξεχωριστός κλόουν, δικής του επινοήσεως. Η μελαγχολία του δεν ήταν ατομική, ήταν κοινωνική, ήταν η μελαγχολία του κοινού του. Αφενός. Και κατά κάποιο παράδοξο τρόπο, ήταν μια μελαγχολία καταφάσκουσα, δοξαστική της ζωής. Πιο χαρακτηριστική ταινία του, σε αυτή την κατεύθυνση, είναι το «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου», του 1972. Είναι μια ταινία που μου θύμιζε τις λαμπρότερες παραδόσεις του ιταλικού νεορεαλισμού: λαϊκή, διαυγής, πικρή, ειλικρινής, με κοινωνικό και υπαρξιακό πυρήνα, γυρισμένη σε πραγματικούς τόπους, με ρεαλισμό αδρό και χωμάτινο, όχι καρικατουρίστικο ή εξωραϊστικό.
Ο σοφέρ Θανάσης τρέχει και δεν φτάνει, σε έναν φιλμικό κόσμο που ανασυνθέτει απολύτως πειστικά τα ελληνικά χρόνια από το ‘50 έως το ‘70· τα χρόνια του σκληρού μεροκάματου, του δοσά, του πρώην δωσίλογου ή μαυραγορίτη που έγινε αφεντικό και εργοδότης, της επιβίωσης, του αυθαίρετου τσαρδιού (και όχι του μεταγενέστερου «εξοχικού») στα γκρεμά του Περάματος και των Τουρκοβουνίων, στο όρος Αιγάλεω και στους γυμνούς αττικούς λόφους. Ο Θανάσης τρέχει ν’ αποκαταστήσει την ανύπαντρη αδελφή, χρεώνεται στον τοκογλύφο αφεντικό του, τρέχει πίσω από τη ζωή, να την προλάβει. Και αγαπάει: μια γυναίκα χωρίς μοίρα, σαν αυτόν. Αρχίζει σαν συμπόνια για την ξεσπιτωμένη και εξελίσσεται σε έρωτα και κοινό αγώνα. Ο Θανάσης πέφτει μαζί της, σηκώνεται, ξαναπέφτει, σηκώνεται πάλι. Ο λεηλατημένος εργάτης, ο στραγγισμένος, ορμάει με φτυάρι και μυστρί, αρπάει τσιμεντόλιθους και χτίζει έναν οικίσκο στα κατσάβραχα, ένα αυθαίρετο στην άκρη της πόλης, πέρα και από τις συνοικίες, μια φωλιά στη μεθόριο του κόσμου.
Ελάχιστες ελληνικές ταινίες έχουν δείξει έτσι αδρά και γυμνά την αγωνία του μεταπολεμικού επιβιωτή, με διαρκή κλαυσίγελω, με ένταση, με τέτοια πίστη ζωής. Το υπαρκτό παράλογο του βίου συμφύρεται με το σχόλιο για την κοινωνική αδικία, η πικρή κωμωδία με το μελόδραμα, το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία. Είναι η στιγμή που η ελληνική κωμωδία αποκολλάται από την ηθογράφηση της αναδυόμενης μικροαστικής ζωής, αυτού του προτύπου λάιφστάιλ, με τους εύθυμους τύπους και τους χορτάτους αστούς των νεότευκτων πολυκατοικιών, και στρέφεται στη γυμνή ζωή των λαϊκών μεροκαματιάρηδων, των θαμπών ηρώων. Στον ακτήμονα φορτηγατζή Θανάση, που χτίζει το τσαρδί με τα ίδια του τα χέρια, δεν χωρούν ευφυολόγηματα και χωρατά, κωμικές καταστάσεις από παρεξηγήσεις και μικρομπερμπαντιές, δεν χωρούν καν οι έξυπνες ατάκες του Τσιφόρου και του Σακελλάριου. Ο προλετάριος τσιρκολάνος Θανάσης κουβαλάει όλη την Ελλάδα στους ώμους του, βογγώντας και γελώντας, κυνηγημένος και ριγμένος, αδικημένος, με σφιγμένα δόντια και πρωτογενές χαμόγελο. Είναι άνθρωπος, δεν είναι τύπος, δεν είναι χαρακτήρας· όπως δεν είναι τύποι οι ήρωες του Ροσελίνι ή του Βιτόριο ντε Σίκα, δεν είναι τύπος ο Τοτό στο «Κλέψας του κλέψαντος» του Μονιτσέλι.
Σε αυτή την κορυφαία του ταινία, μα και σε άλλες ταινίες, μπουρλέσκ, πικρές, τρελές, αυτοσχέδιες, καταγόμενες ταυτοχρόνως από τους αδελφούς Μαρξ, τον νεορεαλισμό, την πικρή ιταλική κωμωδία και το λαϊκό μελόδραμα, ο ακαταπόνητος, υπερκινητικός, θυελλώδης, συμπονετικός Θανάσης εκφράζει τον ακαταπόνητο, υπερκινητικό, θυελλώδη, συμπονετικό Ελληνα του καιρού του. Εζησαν με τον ίδιο τρόπο: κυνηγημένοι, ριγμένοι, αδικημένοι, μα πάντα ακούραστοι, πάντα όρθιοι μετά την πτώση, πάντα απέραντα αισιόδοξοι κατά βάθος, με μελαγχολικό βλέμμα και πηγαίο γέλιο, αποτροπαϊκό, γέλιο που εξορκίζει το κακό.
Ο καλός άνθρωπος, ο λαοφίλητος, που του φωνάζανε όλοι στο δρόμο «γεια σου Θανάση!» έδωσε ουσία και υπόσταση στην έννοια του λαϊκού: το ζωγράφισε αφελές και πηγαίο, ταπεινό και βαθύ, άμεσο και ειλικρινές. Αληθές. Δεν ντρεπόταν γι’ αυτό που ήταν, δεν καυχιόταν γι’ αυτό που έγινε, δεν ξέχασε τη γειτονιά του, το Νέο Φάληρο και το Μοσχάτο. Κατά τούτο, ήταν άνθρωπος άλλου καιρού, άλλου ήθους· δεν είναι του παρόντος, της ξιπασιάς, της καγκουριάς και του νεοπλουτισμού. Αυτή την αλήθεια του Θανάση, του αναγκεμένου μα μηδέποτε παραιτημένου Ελληνα, θα τη χρειαστούμε στα χρόνια που έρχονται, χρόνια πόνου και ανοικοδόμησης.
πηγή: εφημερίδα ' η Καθημερινή'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου