Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Κάτι απ' την Ιστορία για την πολυπολιτισμική Σελανίκ (Θεσσαλονίκη)


ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Από το Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ.-1983, εκδ. Αφών Κυριακίδη
Κατά την πρώτη, σύντομη περίοδο της τουρκικής κατοχής (1387-1423), στα 1391 «τότε πρέπει να βεβηλώθηκαν, όπως μνημονεύει ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος της ελεύθερης Θεσσαλονίκης, ο Συμεών “πλείστοι των εν τη πόλει σεβασμίων οίκων”, να καταστράφηκαν “θυσιαστήρια” και να μιάνθηκαν τα “άγια”. Τότε, νομίζω, κατασχέθηκαν και οι δύο μονές μέσα στην πόλη, του Χριστού Σωτήρος και του Τιμίου Προδρόμου που γίνεται τεκές δερβίσηδων» (σελ. 166-7).
«Η σκλαβιά τα πρώτα χρόνια είναι σκληρή: περιφρονητική και υβριστική η συμπεριφορά των κατακτητών απέναντι των ιερών και οσίων, απέναντι των κατοίκων, και μέσα σ’ αυτήν ακόμη την αγορά: βλαστήμιες, ειρωνείες και εμπαιγμοί σε βάρος των κληρικών και του σχήματός των, παροτρύνσεις βάναυσες προς προσέλευση προς τον ισλαμισμό. (….) Λίγα χρόνια ύστερ’ από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, στα 1395, οι Τούρκοι κάνουν παιδομάζωμα, που δεν περιορίζεται, φαίνεται, μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά εκτείνεται στη Χρυσούπολη και στις άλλες ελληνικές περιοχές» (σσ. 167, 169). Ο μητροπολίτης Ισίδωρος Γλαβάς παρατηρεί για το παιδομάζωμα: «Φρίττω γαρ το χαλεπόν κατά των φιλτάτων ακηκοώς επίταγμα και, ως εις πυρ απρόσιτον ή ρομφαίας άμαχον, ούτως έχω προς αυτό… Τι γαρ ουκ αν άνθρωπος πάθοι, παίδα ορών ον εγέννησεν, όν ανέθρεψεν, υπέρ ου πολλά πολλάκις των οφθαλμών επέσταξε δάκρυα, εις άκρον ευχόμενος ευδαιμονίας εληλακέναι, τούτον εξαίφνης βιαίως αλλοφύλων χερσίν αρπαζόμενον και εις αλλόκοτα μεταπεσείν έθη βιαζόμενον και βαρβαρικής στολής και φωνής και ασεβείας και δυσωδίας άλλης σκεύος γενέσθαι μετά μιρκόν προσδοκώμενον… Τίνα λοιπόν θρηνήσειεν, εαυτόν ο πατήρ ή τον παίδα; Τούτο μεν, ότι της του γήρως εστέρηται βακτηρίας, ότι το φως απώλεσε των οφθαλμών, ότι τον εις τάφον ουκ έχει γνησίως παραπέμψοντα και οσίας άλλης και τιμής αξιώσοντα, ότι καρπόν, ον ήλπησε Θεώ προσενεγκείν, εις καρπόν ορά μεταποιηθησόμενον τω διαβόλω… εκείνο δε, ότι παις ελεύθερος δούλος γίνεται, ευγενής ων εις βάρβαρον ήθος βιάζεται, ο μητρικαίς χερσί και πατρικαίς ηδέως κολακευόμενος βαρβαρικής ωμότητος εμπίπλασθαι πρόκειται, ο προς ναούς ορθρίζων και ιερούς φοιτών διδασκάλους προς φόνους· φευ, ομοφύλων και ταύτα διανυκτερεύειν παιδεύεται, ότι κυνών και ορνέων διακονίαν εγχειρίζεται ο θείοις οίκοις διακονείσθαι χειροτονούμενος… το δε πάντων έσχατον των κακών, ότι Θεο΄, φευ, ελεεινώς χωρίζεται και διαβόλω παναθλίως συμπλέκεται και τελευταίον σκότω και γεέννη συν τοςι δαίμοσι παραπέμπεται. Ταύτα τίνος ουκ αν διαρρήξειε σπλάχνα, τις ουκ αν προς τοσαύτην εκάμφθη, και κατεκλάσθη συμφοράν; Ει γαρ θηρίον ην, ει γαρ λίθος, ει γαρ σίδηρος, ει γαρ αυτοαδάμας, έπαθεν αν ενταύθα των ανθρωπίνων».
Η Θεσσαλονίκη απελευθερώνεται προσωρινά στα 1403, μετά την ήττα των Τούρκων στην Άγκυρα από τους Μογγόλους. Όμως «ίσως από το 1417 αναγκάζεται πάλι να καταβάλλει φόρο υποτέλειας 100.000 άσπρα ή 10.000 χρυσά για ν’ απαλλαγεί κάπως από τις πιέσεις των Τούρκων. (…) Ο Burak μπέης την πολιορκεί τον Ιούνιο του 1422 και λεηλατεί την Καλαμαριά, την ανατολική περιοχή, ώς την Κασσάνδρα» (σσ. 172,173)
Στις 29 Μαρτίου 1430 μετά από πολιορκία η Θεσσαλονίκη πέφτει στα χέρια του Μουράτ Β’. Πέρα από τις υψηλές επιδόσεις στην γνωστή αρετή του τουρανομουσουλμανικού πολιτισμού, το άγριο πλιάτσικο, καταστρέφονται εκκλησίες και μοναστήρια. «Μεγάλες ήταν οι ζημιές στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου» (σ. 192). Τότε αρχίζει η ατελείωτη, πολυπολιτισμική, μετατροπή χριστιανικών εκκλησιών σε ισλαμικά τεμένη. «Όταν μπήκε ο Μουράτ στην πόλη, πήγε και προσκύνησε στην Αχειροποίητο και πρώτη αυτή μετέτρεψε σε τζαμί, το ονομαζόμενο Εσκί Τζουμά (Παλιά συνάθροιση)» (σ. 192). Στην Ακρόπολη «Οι Τούρκοι έδιωξαν όλους τους κατοίκους και έκτισαν τον επόμενο κιόλας χρόνο, κοντά στο βυζαντινό συγκρότημα του Επταπυργίου, ένα μεγάλο πύργο με την εξής επιγραφή· “Κατέκτησε και κατέλαβε δι’ ισχυράς επιθέσεως την ακρόπολιν αυτήν, με την βοήθειαν του Θεού, ο Σουλτάν Μουράτ, υιός του Σουλτάν Μεχμέτ, του οποίου την σημαίαν να μη παύση ο Θεός να βοηθεί προς νίκην, από τας χείρας των Φράγκων και των απίστων και εσκότωσε και ηχμαλώτισε μερικά από τα παιδά των και επήρε την περιουσίαν των. Και περίπου εν έτος μετά την κατάκτησιν εθεμελιώθη και εκτίσθη αυτός ο πύργος χειρί του – εκ των Εμίρηδων και των Μεγιστάνων του βασιλέως – Τσαούς Μπέη. Μην Ραμαζάν έτους Εγίρας 834″» (σ. 193-4).
«Αμέσως μετά την άλωση ο Μουράτ Β’ διατάζει ν’ αποσπάσουν από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της πόλης χίλια μάρμαρα και να μεταφερθούν στην Αδριανούπολη για να χρησιμοποιηθούν εκεί για το στρώσιμο του δαπέδου ενός λουτρού» (σ. 201). Τόσο υψηλού επιπέδου ήταν η τουρανοϊσλαμική ανεκτικότητα κι ο οθωμανικός πολυπολιτισμός, για τον οποίο θέλουν να πείσουν σήμερα «αντιεθνικιστές» ώστε ο Μουράτ Β’ «προβαίνει ύστερ’ από δυο χρόνια στην πρώτη απογραφή και στην κατάσχεση μονών και εκκλησιών, καθώς και των σπιτιών των παρόντων και των απόντων κατοίκων. Από τους σημαντικότερους ναούς τέσσερες μόνον, οι λεγόμενοι καθολικοί, έμειναν στα χέρια των χριστιανών, μεταξύ των οποίων ο ναός των Αγίων Αγγέλων ή Ασωμάτων (Ροτόντα), ο Άγιος Δημήτριος και η Αγία Σοφία…Ποιος ήταν ο τέταρτος καθολικός ναός αποτελεί πρόβλημα. (…) Κατόπιν ο Μουράτ τα ωραιότερα και μεγαλύτερα μοναστήρια και σπίτια τα χάρισε ως mulk (ιδιοκτησία τέλειας κυριότητας) στους οικείους και στους αξιωματούχους του, και τα άλλα τα μοίρασε στους κατώτερους βαθμοφόρους και στους Τούρκους που κατά διαταγή του ήλθαν από τα Γενιτσά και άλλα μέρη….Οι έποικοι καταλαμβάνουν αδιάκριτα σπίτια και κάποτε εκκλησίες και με τη βάρβαρη συμπεριφορά τους απέναντι των παλιών κατοίκων φέρνουν ταραχή και αναστάτωση στην πόλη» (σσ. 201-202). Ο Ιωάννης Αναγνώστης, σύγχρονος της Άλωσης λέει στην Διήγησή του ότι «άλλες από τις εκκλησίες έγιναν “κοινά καταγώγια”, άλλες πάλι “λείψανα μόνον του πρώτου κάλλους αυτών και της θέσεως” διέσωζαν, ενώ οι περισσότερες σωριάστηκαν κυριολεκτικά, “ως μηδέ πού ποτέ ήσαν γνωρίζεσθαι”» (σ. 204). Στη θέση της μονής του αγίου Ισαάκ ή της Παναγίας της Περιβλέπτου, ιδρυμένης πριν από το 1314, εντοπίζεται το τζαμί Koca Kasim Paşa.
Οι αρπαγές δεκάδων χριστιανικών ναών αρκετά χρόνια μετά την Άλωση του 1430, δηλαδή όχι ως «δίκαια αντίποινα» για την αντίσταση των κατοίκων, πρέπει να ήταν ένα δείγμα της αστείρευτης έφεσης των Τούρκων Οθωμανών προς την θρησκευτική ανεκτικότητα. Επί Βαγιαζίτ Β’ στα 1492 καταλαμβάνεται ο ναός του Αγ. Δημητρίου από τον Κασίμ Πασά, διοικητή της πόλης (σ. 211-212). «Ακολουθεί γύρω στα 1500 η κατάσχεση του ναού του Αγίου Παντελεήμονος από τον καδή της Θεσσαλονίκης Ishak Çelebi ibn Hasan (γι’ αυτό και ο ναός ονομάζεται Ishkiye τζαμί)…Επίσης στα 1510, μετατρέπει σε τζαμί τον ναό της Αγ. Αικατερίνης ο Yakub πασάς, Βόσνιος ως προς την καταγωγή….Ακόμη μεταξύ 1520-1530 μετατρέπεται και η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων σε τζαμί από τον Cezeri Kaşim Paşa, βεζίρη των σουλτάνων Βαγιαζίτ Β’ και Σελίμ Α’. Και στα 1524 αρπάζει τον μεγάλο ναό των Ελλήνων, την Αγία Σοφία, και τον μετατρέπει σε τζαμί ο μεγάλος βεζίρης και μπεηλέρμπεης της Ρούμελης Maktul Ibrahim Paşa. Ότι βίαια κατέλαβαν την Αγία Σοφία οι Τούρκοι μαρτυρεί και το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να παραλάβουν ακόμη και τα χειρόγραφα ιερά βιβλία» (σσ. 213-4). Οι ανεκτικοί Οσμανοί κατάσχουν «την εκκλησία των Αγίων Αγγέλων, δηλαδή τη σημερινή Rotonda, ύστερα από αίτηση του τότε μεγάλου βεζίρη Σινάν πασά» (σ. 229) στα 1590, «με πρωτοβουλία του δερβίση σεΐχη Χορτάτζ» (ό.π., σ. 229). Τα ωραία εκείνα χρόνια δεν έλειπαν και οι σεΐχηδες στην Θεσσαλονίκη, όπως φαίνεται. «Έξω από τα δυτικά τείχη, ψηλά, ο τεκές των Μεβλεβήδων δερβισών υποκατέστησε τη μονή της Αγίας Ματρώνας…Τη μονή Χορταΐτου ή καλύτερα το μετόχι της έξω από την ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, της διαδέχθηκε ο τεκές και ο τάφος (turbe) του Γκιουλ Μπαμπά….Την ίδια τύχη είχε ασφαλώς και η μονή του Αγ. Δημητρίου του Αρμογένη. Στη θέση του υψώθηκε αντίστοιχο θρησκευτικό ίδρυμα των Τούρκων» (σ. 250).
Από την μεγάλη ένταση της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των λαών και των πολιτισμών στην προσαρτημένη από τους Οθωμανούς Θεσσαλονίκη σύμφωνα με μια τουρκική απογραφή του 1525, δηλαδή 95 χρόνια μετά την Άλωση «υπήρχαν τότε έναντι 38 Μουσουλμανικών συνοικιών, 10 μόνο χριστιανικές με 5 άλλες χωριστές ολιγάριθμες ομάδες» (σ. 219). Η ελληνική συνοικία της Αγίας Πελαγίας «παύει να μνημονεύεται μετά τα μέσα του 16ου αιώνα εγκαταλείπεται, φαίνεται, στην πλημμυρίδα της εισροής αλλά και της γεννητικότητας των Εβραίων. Οι Έλληνες ακόμη των συνοικιών του Αγ. Δημητρίου και της Καταφυγής θ’ αραιώσουν και θα εξαφανιστούν αργότερα και θα παραδώσουν τη θέση τους οι πρώτοι στους Τούρκους και οι δεύτεροι στους Τούρκους και στους Εβραίους. Στη θέση της συνοικίας της Καταφυγής θα σχηματιστούν οι τουρκικές Balat και Kâtip Musliheaddin και η εβραϊκή Roğos. Επίσης εξαφανίζεται και η συνοικία του Ομφαλού και στη θέση της αναπτύσσονται οι τουρκικές Ya‘kub Paşa, Hacı Iskender, Yılan Mermer και Sehabeddin» (σ. 220). Η συνοικία ΝΑ. της Αγίας Σοφίας ονομάζεται πλέον Timurtaş. Τον 17ο αιώνα «η πόλη έχει 48 συνοικίες Τούρκων, 56 Εβραίων και 16 Ελλήνων, Αρμενίων κ.λπ.» (σ. 232), δηλαδή το χριστιανικό ποσοστό, λόγω των καλών συνθηκών πέφτει στο 13% από 19% στις αρχές του 16ου αιώνα.
Πέρα από την καταστροφή, ερείπωση και κλοπή των βυζαντινών ναών δεν λείπουν δείγματα της ισλαμικής συμπεριφοράς, κυρίαρχης κατά το παρελθόν το οποίο νοσταλγούν οι πολέμιοι των «νεκρόφιλων» και του «εθνοφασισμού», προς τους Έλληνες Χριστιανούς: «Έτσι, στις 21 Μαρτίου 1544 δέχεται τον στέφανο του μαρτυρίου επάνω στην πυρά ο Μιχαήλ ο εξ Αγράφων…Εικοσιδύο χρόνια αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1566, τον ακολουθεί ο Κύριλλος, 22 χρονών, στην πλατεία Ιπποδρομίο» (σσ. 223, 234). Από τους πνευματικούς ανθρώπους, όσοι δεν αντέχουν την κατάσταση αποδημούν στη Δύση, όπως ο Θεόδωρος Γαζή και ο Ανδρόνικος ο Κάλλιστος.
Μετά την ήττα των Τούρκων στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) η λύπη ενός άλλου πολυπολιτισμικού Τούρκου, του Σουλτάνου Σελίμ Β’ τον οδηγεί σε σφαγές και αιχμαλωσίες σε όλον τον ελλαδικό χώρο «προ πάντων στο Αιγαίο, στη Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος» (σ. 228).
Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα «η Θεσσαλονίκη διοικούνταν από ένα πασά, που επειδή δεν μπορούσε να καλύψει τα τεράστια έξοδά του για τη συντήρηση της ακολουθίας του κατέφευγε σε διάφορα μηχανεύματα για να εξασφαλίσει πόρους, ώς το σημείο ν’ απομυζά σημαντικά ποσά από την ελληνική ή εβραϊκή κοινότητα» (σ. 280). Η άνδρες που κατατασσόταν στους λόχους που έδρευαν στην πόλη «συχνά δημιουργούσαν ταραχές και, καθώς δεν είχαν καμιά άλλη απασχόληση, καταπίεζαν τους Έλληνες, τους Εβραίους και τους Ντομνέδες…Συχνές ήταν, φαίνεται, οι αρπαγές αγοριών και κοριτσιών των Ελλήνων» (σ. 281). Και η εικόνα της ευλογημένης αυτής πόλης; «Βλέποντάς την από μακριά, από το πέλαγος, με τα βυζαντινά της τείχη, έδειχνε ωραία, αλλά γρήγορα έχανε κανείς την καλή ιδέα, όταν αποβιβαζόταν σ’ αυτήν: δρόμοι στενοί και άστρωτοι, χωρίς ευθυγράμμιση, σπίτια σκυθρωπά απ’ έξω, με κακή διαρρύθμιση στο εσωτερικό» (σ. 284). Πυρκαγιές στην πόλη: στα 1510, στα 1545, στα 1620, στα 1734, στα 1759, στα 1763 καθώς και στα 1826, 1840, 1849, 1875, 1877, 1890, 1910. Εννοείται ότι οι επιδημίες στην ευτυχισμένη πολυπολιτισμική πόλη της Selanik έστελναν μυριάδες κόσμο στον άλλο κόσμο. Μόνο οι χολέρες και πανούκλες του «1497, 1516, 1530, 1545, 1550, 1553, 1572, 1581, 1588, 1609, 1620, 1621, 1622, 1648, 1679, 1689, 1712-1714 (μόνο το καλοκαίρι του 1713 πέθαναν 8.000 άτομα), 1717, 1719-1721, 1730, 1741, 1784, 177-1761, 1832, 1838, 1857, 1893, 1911» (σ. 314).
Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του Γάλλου προξένου Félix Beaujour στην πόλη (1794-1796) για τους Έλληνες: «οι Εβραίοι είναι κοσμοπολίτες και λιγότερο δεμένοι με τη γη, από ό,τι οι Έλληνες, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δική τους πατρίδα και τους Τούρκους ως φορτικούς και περαστικούς κατακτητές» (σ. 289). Η παρατήρηση αυτή δεν επιβεβαιώνει την άποψη ότι η γκετοποιημένη αυτή πόλη ήταν πολυπολιτισμική και υπεράνω εθνοτήτων, οι οποίες άλλωστε, και συγκεκριμένα η ελληνική, δεν ενδιαφέρονταν για την κατοχή της αλλά αισθάνονταν λίγο πολύ απλώς πολίτες της.
Φθάνουμε στα 1821. Ή λίγο πριν από αυτό. «Τον Σεπτέμβριο του 1820 πιάνεται και οδηγείται στο Κονάκι μπροστά στον μουτεσελίμη Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ μπέη ένας μσόκοπος Έλληνας, ο Μεστανές, γιατί μάθαινε στα παιδιά του επαναστατικά τραγούδια, ασφαλώς τα τραγούδια του Ρήγα» (σ. 300). Ο επαναστατικός αναβρασμός των Ελλήνων αναστατώνει τους ανεκτικούς Οσμανούς σε όλη την Ελλάδα: «Για να τους τρομοκρατήσουν, συλλαμβάνουν πολλούς και τους ρίχνουν στα μπουντρούμια των φυλακών και στον Κανλή Κουλέ» (σ. 301). Όταν φθάνουν οι ειδήσεις για την επανάσταση του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία και στην Πελοποννησο, ο μουσελίμης (διοικητής) της πόλης Γιουσούφ «φυλακίζει στο κονάκι του περισσότερους από 400 ομήρους, που τους κακομεταχειρίζεται: τους βρίζει, τους εξευτελίζει, τους μαστιγώνει και μερικούς θανατώνει» (σ. 302). Μετά από την εξέγερση στον Πολύγυρο λόγω της καταπίεσης που άσκησαν οι τούρκοι στρατιώτες της εκεί μικρής φρουράς, ο Γιουσούφ την επαύριο της εξέγερσης, «το βράδι διατάζει να σφαγούν στο κονάκι εμπρός στα μάτια του για αντίποινα 200 και περισσότεροι όμηροι από τα διάφορα χωριά της δικαιοδοσίας του. Από τη μέρα εκείνη αρχίζει φοβερή τρομοκρατία στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη μεταβάλλεται σ’ ένα απέραντο σφαγείο…χαφιέδες [του μουτεσελίμη] τριγύριζαν στους δρόμους και σκότωναν ανελέητα όποιον Έλληνα συναντούσαν. Ακόμη και τις έγκυες γυναίκες δεν λυπούνταν ούτε σέβονταν, ομολογεί ο ίδιος ο Χαϊρουλλάχ. Αλλά και στα σπίτια των Ελλήνων μπαίνουν, σκοτώνουν, διαρπάζουν, κακοποιούν χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα….». Πολυπολιτισμός σε όλο του το μεγαλείο, όπως ξέρουν να τον εξυμνούν οι σημερινοί Έλληνες νοσταλγοί του, ως πρόγευση της σφαγής αμάχων, που δεν συμμετείχαν σε καμμιά εξέγερση άλλωστε, στη Σμύρνη, ένα αιώνα μετά. Στο Καπάνι, στη σημερινή αγορά Βλάλη, Έλληνες κομματιάζονται από τον τουρκοϊσλαμικό όχλο. «Εκεί εκτελούν ακόμη τον μητροπολίτη του Κίτρους Μελέτιο, τον παπά Γιάννη του Αγ. Μηνά, καθώς και άλλους πρόκριτους..τον Χρίστο Μενεξέ τον κρέμασαν στον μεγάλο πλάτανο της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου (Rotonda).
Σύγχρονα τραγικές σκηνές εκτυλίσσονται μέσα στον μητροπολιτικό ναό, τον σημερινό Γρηγόριο Παλαμά, όπου είχαν καταφύγει πλήθη Ελλήνων. Ο τουρκικός όχλος σπάζει τις πόρτες και χύνεται μέσα σφάζοντας. Όσους δεν σκοτώνει αμέσως, τους δένει δυο-δυο και τους μεταφέρει στο Καπάνι, όπου και τους εκτελεί. Λίγοι μόνο μέσα στη σύγχυση του όχλου και των στιγμών εκείνων κατορθώνουν να ξεφύγουν…» (σ. 304). Σκηνές απείρου κάλλους αρμονικής συνύπαρξης των πολιτισμών, ανακατέματος των οσμών από τα εξωτικά, ανατολίτικα φαγητά της Τουρκάλας και τα ελληνικά. Ίσως και από την οσμή του ελληνικού αίματος, των προγόνων των «εθνοφασιστών», «εθνολαϊκιστών», «εθνικιστών» και «νεκρόφιλων».
«Η όψη της Θεσσαλονίκης είναι φρικτή, οι πλατείες της γεμάτες από πασσάλους και οι επάλξεις του Επταπυργίου στεφανωμένες με κεφάλια. Οι εκκλησίες έχουν μετατραπεί σε φυλακές, όπως αναφέρουν όχι μόνον οι γραπτές, αλλά και οι προφορικές παραδόσεις, που σώζονται ακόμη ώς σήμερα: στην εκκλησία του Αγ. Αθανασίου είχαν φυλακιστεί πολλοί Έλληνες, κυρίως γέροι και γυναικόπαιδα, που τους άφησαν χωρίς τροφή και νερό. Συνηθισμένος τόπος βασανιστηρίων και ανασκολοπισμών ήταν για πολύν καιρό η περιοχή γύρω από την Πύλη της Καλαμαρίας (Πλατεία Συντριβανίου) ώς τους Στρατώνες» (σ. 304). Οι πεθαμένοι πετάγονταν στη θάλασσα, κι όταν οι άλλες εκκλησίες που είχαν χρησιμεύσει ως φυλακές είχαν αδειάσει, στον Άγ. Αθανάσιο έμεναν ακόμη φυλακισμένοι. «Η φοβερή δυσοσμία που γέμιζε την ατμόσφαιρα ανάγκασε μερικούς γείτονες ν’ ανοίξουν ένα βραδάκι την εκκλησία. Και τότε βρέθηκαν εμπρός σ’ ένα φοβερό θέαμα. Καμιά εκατοστή πτώματα βρίσκονταν καταγής στις πλάκες σε αποσύνθεση: είχαν πεθάνει από την πείνα και τη δίψα» (σ. 307). Ίσως οι μυριάδες Τούρκοι τουρίστες που ελπίζουν μερικοί να φέρουν στη Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να πληροφορούνται και γι’ αυτά που έπραξαν οι πρόγονοί τους, που διώχτηκαν οι καημένοι έπειτα από τόσα καλά που έπραξαν, όσο κατείχαν την πόλη και φέρονταν με ανοχή σε άοπλους και απόλεμους κατοίκους.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1821 τον Γιουσούφ αντικαθιστά ο Μεχμέτ Εμίν πασάς. Αυτός αντιλαμβανόμενος τη συμβολή των Ελλήνων εμπόρων στην χρηματοδότηση της Επανάστασης «θέλοντας να τους εξουθενώσει, αλλά και να πλουτίσει ο ίδιος, αρχίζει τη συστηματική αργυρολογία και καταλήστευσή τους. Τους επιβάλλει αναγκαστικές συνεισφορές προσποιούμενος ότι λυπάται τους καϋμένους τους Έλληνες που είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν τις τρέλες των ομοεθνών τους» (σ. 308). Σταματά για λίγο, για να καταστείλει τις επαναστάσεις των απεγνωσμένων Ελλήνων οι οποίοι σύμφωνα με τους οπαδούς της άποψης για «προσάρτηση/κατάκτηση της Θεσσαλονίκης το 1912» δίχως λόγο επαναστατούσαν, αλλά μετά ξαναρχίζει. «Στραγγαλίζει μέσα στη φυλακή τον πλούσιο έμπορο και υποπρόξενο της Δανίας Μανολάκη Κυριακού, που τον είχε συλλάβει με την κατηγορία ότι είχε δώσει στους μοναχούς του Αγίου Όρους 60.000, και χωρίς να φοβάται πια κανένα, βάζει στο χέρι και τους πλούσιους Εβραίους» (σ. 308). Η τουρκική ανοχή και η πολυπολιτισμικότητα, ασφαλώς δεν μπορούσε να εξαιρέσει τους Εβραίους της πόλης όταν έφθανε σε υψηλά επίπεδα. Επίσης ο Μεχμέτ καίει ελληνικά χειρόγραφα που βρήκε στη βιβλιοθήκη της Αγίας Σοφίας, η οποία είχε μετατραπεί ήδη από τα 1524 σε τζαμί. Ως συνέπεια της τουρκικής συμπεριφοράς «υπολογίζεται ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης κατέβηκε στις 3-4.000 κατοίκους» (σ. 310). Ίσως οι αντιεθνικιστές που θρηνούν για το τέλος αυτής της πολυπολιτισμικότητας στα 1912 πουν: «Έτσι συμβαίνει κατά τις συρράξεις»!
Εδώ τελειώνει η σύντομη αναφορά, με βάση το βιβλίο του Απ. Βακαλόπουλου, στην κατά φαντασίαν ορισμένων πολυπολιτισμικότητα της κατεκτημένης από τους Μουσουλμάνους Τούρκους Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου